Ββ
Βάβισμα (το) = γαύγισμα « – το σκυλί βαβίζει) (από το αρχαίο βοώ)
Βαγένι (το) = το κρασοβάρελο, μεγάλο δρύινο βαρέλι για αποθήκευση κρασιού
Βάγια = η δάφνη
Βάνω = Βάζω.
Βάρδα = απομακρύνσου, φύγε μακρυά (βάρδα φουρνέλο !! )
Βαρέλα = (η) ξύλινο μικρό βαρέλι για νερό
Βαρικό, βαρκό (το) = βάλτος, βούρκος, χωράφι με νερό
Βγάζω = κηδεύω «τον έβγαλαν»
Βελάνι = ο καρπός της βελανιδιάς
Βέμπελη = Αφόρητη ζέστη «έβγαλα τη βέμπελη»
Βερβερίζω = κλαίω- σκούζω από τον πόνο
Βερεσέ, (επίρ.) = με πίστωση, από το τούρκικο veresiye
Βετούλι (το) = κατσίκι ενός χρόνου
Bιτσίνα (η) = εμβόλιο
Βλάμης = αδελφοποιτός
Βλάχος = ο τσέλιγκας, ο φουστανελάς, ο ακοινώνητος
Βλοημένο (το) = ευλογημένο «το βούλιαξε το βλοημένο» (ασταμάτητη βροχή)
Βολά ( η) = φορά (πρώτη βολά)
Βούζα (η) = βατράχι μεγάλο
Βούτα = 1) αρπαγή 2)ξύλινο δοχείο για τα τσίπουρα 3) το βούτηγμα της μπουκιάς
Βουτσί = 1) κρασοβάρελο – ξιδοβάρελο, σκεύος για μεταφορά υγρών 2) «είναι βουτσί στο μεθύσι » (έχει πιει ένα κρασοβάρελο)
Βρακοζώνι (το) = η ζώνη
Βραστογαλιά (η) = βραστό γάλα
Γγ
Γαϊδουράγκαθο (το) = αγαπημένο φυτό των γαϊδάρων
Γαλάρια (τα) =οι προβατίνες ή κατσίκες που κρατούν γάλα, το αντίθετο από τα στέρφα που δεν έχουν
Γδυτός = γυμνός
Γέννημα (το) = το σιτάρι
Γέρνω = (μετ.) κοιμάμαι – πάω να γείρω 2) παρακμάζω
Γιδοξούρι (το) = σκωπτικά ο κουρεμένος σαν γίδι, ο άξεστος
Γιούκος (ο) = στοίβα ρούχων που τοποθετούνται με σειρά (τούρκικη λέξη yk)
Γιοματάρι (το) = το βαγένι με το νέο κρασί
Γιούρτι (το) = χωράφι κοντά στο σπίτι
Γκαβαλίνες (οι) = περιττώματα γαϊδάρων
Γκαβός (ο) = αλλήθωρος (Γκαβίζω = αλληθωρίζω)
Γκανιάζω = 1.διψάω πολύ ,2.κάνω κάτι υπερβολικά «-Το παιδί γκάνιαξε στο κλάμα»
Γκαρίζω = τραγουδάω φάλτσα (σαν τον γάιδαρο).
Γκεζεράω = Περιφέρομαι άσκοπα (- που γκεζέραγες; )
Γκεσέμι (το) = οδηγός του κοπαδιού με το μεγαλύτερο τροκάνι ή κουδούνι.
Γκιόσα (η) = μαύρη γίδα με δυο άσπρες ρίγες στο πρόσωπο ή άσπρη κοιλιά.
Γκούσια (η) = το στομάχι των πουλερικών (σλάβικη λέξη=gusa)
Γκλάβα (η) = χοντροκέφαλο, «δεν κατεβάζει (ιδέες) η γκλάβα του»
Γκλαφούνισμα = αλύχτημα σκύλου
Γκορτσιά (η) = αγριοαχλαδιά ( αρβανίτικη λέξη= goritse )
Γλάρα (η) = 1.νύστα, 2.καθαρός καιρός «-απόψε έχει γλάρα»
Γλατζινιά (η) = είδος αειθαλούς δέντρου
Γλέπω ή γλιέπω = βλέπω
Γλήγορα = γρήγορα
Γκλίτσα (η) = Ποιμενική κυρτή σκαλιστή λαβή με περίτεχνη ξύλινη διακόσμηση που εφαρμόζει σε ραβδί.
Γκράς (ο) = 1) είδος όπλου 2) «είσαι γκράς» δεν παίρνεις μπρος με τίποτα.3) Ο σταθερός και ευθύς χαρακτήρας
Γκρατζουνάω = γδέρνω με τα νύχια
Γνέμα (το) = το νήμα
Γκαρδαμώνω = δυναμώνω – ανάρρωση
Γνέθω = φτιάχνω νήμα (γνέμα) για ύφανση στη ρόκα (γνέσιμο)
Γούπατο (το) = τόπος που βουλιάζει
Γούρνα (η) = λακκούβα με βρόμικο στάσιμο νερό (αρχαία λέξη= γρώνη)
Γουρνοτσάρουχα = παπούτσια από δέρμα γουρουνιού
Γουρουνίτσα (η) = παλιό ομαδικό παιχνίδι
Γράνα (η) = η στενή λωρίδα που χωρίζει τα χωράφια
Γρουμπούλι (το) = στρογγυλός ακανόνιστος όγκος, « μεγάλα γρουμπούλια έχει ο χυλός»
Γωνιά (η) = το σημείο γύρω από την εστία του τζακιού.
Δδ
Δαγκιά = δαγκωνιά
Δαυλί = 1) αναμμένος πυρσός 2) μτφ. πίνω πολύ κρασί, μεθάω, «έγινα δαυλί »
Δεκριάνι (το) = εργαλείο σε σχήμα πιρουνιού για το λίχνισμα στο αλώνι, και το μάζεμα του σανού
Δέντρος (ο) = η βελανιδιά, η δρυς
Δεντρογαλιά (η) = είδος φιδιού που ανεβαίνει στα δέντρα
Δέση = η δέση του μύλου, το σημείο που διοχετεύετε το νερό στο αυλάκι
Δεφτέρι ή τεφτέρι (το) = τετράδιο για σημείωση χρεών\
Δήξιος & Μπήξιος (ο) = απαξιωτική έκφραση με μη αναφορά σε συγκεκριμένα ονόματα αν και σαφώς εννοούνται
Διακονιάρης (ο) = ο ζητιάνος
Διάσελο (το) = ξέφωτο στο ύψωμα με θέα, «βγήκα ψηλά στα διάσελα»
Διάτανος (ο) = ο διάβολος, ο σατανάς «άι στο διάτανο»
Διβολίζω = οργώνω για δεύτερη φορά κάθετη προς την πρώτη
Δικολάβος (ο) = δικηγόρος, διπλωμάτης στο δικαστήριο
Διμούτσουνος (ο) = διπρόσωπος
Διχάλα (η) = διχαλωτό ξύλο
Δόγα, δούγα (η) = η ταύλα του βαρελιού, βαρελοσανίδα
Δοξαπατρί (το) = το μέτωπο, κατακούτελα
Δραγάτης (ο) = ο αγροφύλακας
Δραπάνι = εργαλείο θερισμού με κυρτή μεγάλη λεπίδα
Δρούγα (η) = το αδράχτι, η βέργα που τυλιγόταν η κλωστή από το γνέψιμο του μαλλιού
Δροτσίλα = εξάνθημα που προκλήθηκε από ιδρώτα
Δυχατέρα (η) = θυγατέρα, κόρη
Δώθε = από εδώ. Αντίθετο: κείθε
Εε
Έριζα = κοντά στη ρίζα (σύνθετη αρχαία ελληνική λέξη – εν ρίζα)
Επρόγκιξα = τρόμαξα και έφυγα τρέχοντας
Ευτού = εκεί
Ευτούνος-η-ο = αυτός-η-ο
Ευτουνού = αυτού εδώ
Εκεινού = αυτού εκεί
Ζζ
Zα (τα) = τα ζώα
Zαβλακωμένος = ο ζαλισμένος
Ζαβός = στριμένος, ανάποδος
Ζαγάρι (το) = κυνηγετικό σκυλί
Ζακόνι (το) = συνήθεια, ελάττωμα
Ζάλα (η) = το φορτίο από ξύλα στους ώμους
Ζαλιά (η) = το φόρτωμα στην πλάτη
Ζαλώνω = φορτώνω κάποιον (Ζαλώνουμαι = φορτώνομαι )
Ζαμάνια = μεγάλη χρονική περίοδος «χρόνια και ζαμάνια…»
Ζαμπλαρίκος = ο τσιγαρισμένος τραχανάς
Ζάπι ή Ζάφτι (το) = η κατάληψη ενός στόχου «τον έκανα ζάφτι»
Ζεματάω = «το φαί ζεματάει», είμαι ζεστός, υπερθερμαίνομαι
Ζεματιέμαι = υποφέρω από το κατακράτημα ούρων ή γάλακτος «η γίδα ζεματίστηκε απ’ το πολύ γάλα»
Ζεμπερέκι (το) = χερούλι, πόμολο ξυλόπορτας που σηκώνεται με το πάτημα του μεγάλου δάχτυλου.
Ζευγάρι (το) = το όργωμα, ζευγάρι ζώων που όργωναν
Ζεύλα (η) = μέρος του ζυγού (ομηρική λέξη= ζεύγλη)
Ζευγολάτης (ο) = ο γεωργός που οργώνει
Ζέχνω = βρωμάω
Ζυγώνω = πλησιάζω
Ζούδι (το) = το άγριο ζώο
Ζουλάπι = 1) άγριο ζώο, το αγρίμι 2) μτφ. ο κουτοπόνηρος
Ζουλίτσα (η) = είδος σκληρού ορεινού σταριού
Ζουπακιάζω = ζουπάω, πιέζω, χτυπάω
Ζιλές ή ζηλές (ο) = το πλεχτό πουλόβερ
Ζουλάω = πιέζω
Ζουπάω = ζουλάω, πιέζω ασφυκτικά
Ζυγούρι (το) =αρνί που μόλις έχει περάσει το πρώτο έτος της ηλικίας του.
Ζυγός = Εγκάρσιο ξύλο για το αλέτρι, όπου ζεύονται τα ζώα
Ζυγώνω = πλησιάζω
Ζωντανά (τα) = Τα γιδοπρόβατα, τα πράματα.
Ζωντόβολο = ζώο, βρισιά
Hη
Ήρα, (η) = ζιζάνιο που προσβάλλει τα δημητριακά (αρχαία λέξη=Αίρα)
Ήσκα = μύκητας από τα δέντρα εύφλεκτος που τον χρησιμοποιούσαν για το άναμμα του τσιγάρου με το χτύπημα του πριόβολου (πυριόβολου) στην στουρναρόπετρα
Ηύρα = βρήκα
Θθ
Θαμπό = αμυδρό
Θανατικό (το) = θανατηφόρα επιδημία
Θαρρώ = voμίζω
Θελά= ήθελα
Θέλημα (το) = χρειαζούμενο πράγμα «- που τα’ βαλες τα θελήματα»
Θελός(η,ο) = θολός « -το νερό θέλωσε , είναι θελωμένο)
Θέρμη (η) = ρίγος, πυρετό
Θεμωνιά, (η) = όλος ο σωρός από χερόβολα και δεμάτια της ετήσιας παραγωγής των σιτηρών
Θράκα = τα κάρβουνα μόλις σβήσει η φλόγα
Θράσιος, (ο) = χαραμισμένος «-πήγε θράσιος»
Θρύψαλα (τα) = μικρά σπασμένα κομματάκια
Θυγατέρα (η) = η κόρη (αρχαία λέξη-θυγάτηρ) (λεγόταν και δυχατέρα)
Θυμητικό (το) = μνήμη εvθυμητικόv, ισχυρή μνήμη
Θυμίαμα (η) = το άρωμα (καπνός) του λιβανιού
Ιι
Ινάτι (το) = πείσμα, καπρίτσιο
Ίσια (επίρρημα ποσοτικό) = πολύ λίγο, μόλις «ίσια που πρόλαβε»
Κκ
Καβουρντιστήρι = χειροκίνητη συσκευή καβουρντίσματος καφέ η ρεβιθιών (μεταφορικά το παρωχημένο μηχάνημα)
Καγιανάς (ο) = τηγανιτά αυγά με παραγινομένες ντομάτες
Κάδη (η) = ξύλινος λεπτός κάδος με στενή βάση που χτυπούσαν το γάλα για να γίνει βούτυρο
Καζάντια (τα) = τα πλούτη, τα κέρδη
Καλιά (η) = χρησιμοποιείται στην φράση «πάει καλιά του ή πας καλιά σου» = πάει χαράμι
Κακάβι = χαλκωματένιο σκεύος για βράσιμο νερού
Κακαρώνω = πεθαίνω
Κακορίζικος (η, ο) = ο άτυχος, δύστυχος στην ζωή
Καλαμιά (η) = τα απομεινάρια στο θερισμένο χωράφι
Κάλεσια (η) = ο χτύπος της καμπάνας της εκκλησίας που καλεί σε κηδεία
Καλιάζω = ταιριάζω, τα φέρνει η τύχη βολικά
Καλιακούδα (η) = η καρακάξα
Καλιγώνω = πεταλώνω (λεγόταν για τον πανέξυπνο : – καλιγώνει τον ψύλλο)
Καλικούτσια = μεταφορά κάποιου στην πλάτη, κυρίως παιδιού
Καλμπάτσα (η) = αρρώστια των προβάτων
Καλόγερος = πυώδης φλεγμονή του δέρματος
Καλοφάγοτο = ευχή για το φαγητό
Κάμαρα, (ή) κάμαρη = Το κυρίως δωμάτιο του σπιτιού (επί τουρκοκρατίας λεγόταν και «οντάς»)
Καμάτι (το) = το όργωμα ( – πάω να καματέψω το χωράφι)
Καματερά = ζώα κατάλληλα για όργωμα
Καμουτσής, καμτσί (το) = μαστίγιο για ζώα
Κανάτι = πήλινο δοχείο για προσφορά κρασιού ή νερού
Κάνε = τότε, τουλάχιστον «θα μου το δώσεις κάνε», «κάνε από το ένα, κάνε από το άλλο..»
Κάνουλα (η) = η βρύση του βαγενιού
Καντάρι = ζυγαριά με τσιγκέλια
Καντίλα (η) = τα σπυράκια στη γλώσσα, ή άφτρα ή ερεθισμός των χεριών από τη δουλειά
Κάπα(η),καπότα = μακρύ από γιδόμαλλο ένδυμα τσοπάνη με κουκούλα
Καπινός (ο) = ο καπνός
Καπινιά = καπνιά ή καπνιά του τζακιού
Καπιστράνα (η) = οι λωρίδες στο κεφάλι του αλόγου που κρατάνε το καπίστρι
Καπίστρι(το) = το χαλινάρι
Κάργα (επίρρημα) = 1) πολύ γερά «κράτα κάργα» 2) «γεμάτο κάργα»
Καρμανιόλα = μεγάλο πριόνι
Καραμάνικη (η) = άσπρη προβατίνα με μαύρα σημάδια γύρω στα μάτια και με φαρδιά ουρά
Καραμπουζουκλής (ο) = λεβέντης κοροϊδευτικά (- λεβέντης, ασίκης και καραμπουζουκλής)
Καρδάρα-ρι = ξύλινο ή μεταλλικό στρογγυλό αγγείο για το άρμεγμα
Καρδαμώνω = δυναμώνω, γερεύω
Καρίτζαφλος = ο λάρυγγας
Κάρμα = το ψοφίμι, ψόφιο ζώο
Καρναβίτσα = εξόγκωμα στα χέρια, μυρμηγκιά
Καρούλα = το σημάδι από κάψιμο ή η πληγή που αφήνει στα χέρια ή στα πόδια η βέργα ή η ζωστήρα καρούλες = φουσκάλες
Καρούτα (η) = η σκάφη για το φαγητό των ζώων
Κάσσα = το φέρετρο.
Κασέλα (η) = ξύλινο κασόνι (μπαούλο) με περίτεχνη διακόσμηση όπου φυλάσσονταν ρούχα και πολύτιμα αντικείμενα
Κασιδιάρης = χωρίς μαλλιά από αρρώστια
Κασκαρίκα = φάρσα
Κατάσαρκα = επάνω στη σάρκα
Κατάχαμα = χάμω
Καταχεριάζω = δέρνω κάποιον με το χέρι μου
Κάτινου = κάποιου (αυτό κάτινους είναι)
Κάτσενα (η) = προβατίνα με πρόσωπο ανοιχτό καφέ ή κόκκινο.
Κατσικάδα, (η) = Χρονιάρα κατσίκα που κρατήθηκε για αναπαραγωγή, Κατσιαπλιάς = (ιδιαίτερα στην κατοχή)= αυτός που εκμεταλλευόταν τις περιστάσεις για κλεψιές και ατιμίες.
Κατσομαλλιάζω = μου σηκώνονται τα μαλλιά από το κρύο
Κατσιφάρα (η) = η ομίχλη, η καταχνιά
Κατσούλα (η) = 1) η κουκούλα της κάπας 2) η γάτα
Κατώι (το) = το παραδοσιακό ισόγειο που χρησιμοποιείτο για αποθήκη και στάβλος μεγάλων ζώων
Καυκαλίθρα (η) = είδος αγριόχορτου
Καψοκαλύβας (ο)= σκωπτικά ο υπερβολικά φιλόξενος
Κενώνω = σερβίρω, μοιράζω το φαγητό στα πιάτα
Κερατούκλης = κατεργαράκος
Κιλίμι (το) = χαλί
Κιότεψα = τέλειωσαν οι δυνάμεις μου, δείλιασα
Κιοτής (ο) = δειλός
Κιούπι (το) = πήλινο πλατύστομο σκεύος
Κιρκινέζι (το) = είδος γερακιού
Κιώνω = τελειώνω
Κλαρίζω = Κόβω τα κλαδιά δένδρου.
Κλειώ = κλείνω
Κλιματσίδα (η) = η κληματόβεργα
Κλιτσινάρες = τα μακριά και αδύνατα πόδια
Κλωνά (η) = η κλωστή
Κοθώνι (το) = ο χαζός, ο βλάκας (αρχαία λέξη: κόθορνος)
Κοκκινογούλι (το) = μπατζάρι , ραπανάκι
κοκολόγημα = επίπονο μάζεμα ελάχιστων μικρών καρπών « -είχαν τίποτα φέτος οι καρυδιές ; – Μπά, κοκολόγια»
Κολίνα (η) = φέτα πορτοκαλιού ή σκελίδα σκόρδου
Κολιτσάκι = το άγκιστρο (γάντζος) του σαμαριού από το οποίο δένονται τα σχοινιά του φορτίου
Κολόκουρος (ο) = Το πρώιμο μερικό κούρεμα στον αυχένα και στην ουρά του ζώου. Συνήθως γίνεται στο τέλος του Μάρτη.
Κολοκουρίζω = κουρεύω τα πρόβατα στον αυχένα στην ουρά και στα οπίσθια.
Κολάστρα (η) = το πρώτο παχύ γάλα γιδοπροβάτων μετά τη γέννα.
Κόμπια (τα) = οι αρθρώσεις του σώματος
Κομπόδεμα = η αποταμίευση χρήματος σε κόμπο μαντηλιού.
Κονάκι = 1) η καλύβα του τσοπάνη, σπίτι, νοικοκυριό ή αυτοσχέδιο κατάλυμα 2) είδος μαύρου δηλητηριώδους φιδιού
Κόνξα (η) = κολπάκια, κόλπο «-μου κάνει κόνξες»
Κοντύλι (το) = ο κοντυλοφόρος, κομμάτι λίθου που έγραφε στην πλάκα
Κόπανος = 1) ξύλινο όργανο νοικοκυράς για το κοπάνημα χοντρόσκουτων ώστε να καθαρίσουν 2) (μεταφ.) ο βλάκας
Κοπιάζω = δέχομαι πρόσκληση κάποιου «κόπιασε στο σπίτι, θα κοπιάσω»
Κοπρίτης = 1) το αδέσποτο σκυλί, κοπρόσκυλο 2) (μτφ.) ο ανεπρόκοπος, ο τεμπέλης
Κόρα (ή) = ή εξωτερική επιφάνεια(φλούδα) του ψωμιού, 2) το σημείο όπου επουλώνεται μια πληγή
Κορακιάζω = υποφέρω από δίψα
Κορακοζώητος (ο) = αυτός που ζει πολλά χρόνια
Κορίτα = ξύλινη ή πέτρινη μακρόστενη ποτίστρα και ταΐστρα ζώων (γούρνα), σκαφίδα
Κόρμπα (η) = μαύρη γίδα
Kορφολογάω = κόβω τις κορυφές των τρυφερών βλαστών
Κουρνιαχτός = μπουχός, σκόνη
Κόσα (η) = εργαλείο σε σχήμα Γ με ξύλινη λαβή, 2 μέτρων περίπου, κατάλληλο για κοπή χόρτων
Κότσι = παιδικό παιχνίδι
Κορκοτσέλι = το ψιλό χαλάζι
Κορώνω = βρωμάω
Κοτάω = τολμώ (αποκοτιά= παράτολμη πράξη)
Κουκουλώνω = σκεπάζω
Κουμάσι (το) = 1) ο στάβλος του γουρουνιού 2) βρισιά για τον παλιάνθρωπο
Κουμούτσι = ξεροκόμματο ψωμί
Κουνούκλα (η) = άγριο θαμνώδες φυτό με χαρακτηριστική μυρωδιά
Κουρεμπάτσης = ο κουρεμένος σίρριζα με το ψαλίδι ή τη ψιλή μηχανή
Κουρκούτι,το = 1) ο χυλός, πολτός από μπομποτάλευρο και νερό, 2)το θολωμένο μυαλό
Κουρμπέτι,το = το ταξίδι, σεργιάνι «βγήκες στο κουρμπέτι»
Κουρελού = υφαντό από στενόμακρα κουρέλια
Κούρνια (η) = το κοτέτσι, ο χώρος που κοιμούνται τα πτηνά
Κουρνιαχτός (ο) = ο μπουχός, η σκόνη,
Κουρούνα (η) = το μεγάλο κοράκι
Κουρούνης = κακομοίρης (επαυξανόμενο : Μαυροκουρούνης)
Κουρούπα (η) = δοχείο
Κουσούρι = ελάττωμα
Κούτελο (το) = το μέτωπο
Κουτουλάω = νυστάζω, χτυπώ το κεφάλι σε κάτι
Κούτουλας = ξύλινο δοχείο για μέτρημα του γάλακτος, ίσο με δύο κιλά περίπου
Κούτσουρο (το) = 1) κοντοκομμένος κορμός δέντρου 2) μτφ. ο έρημος, ο μοναχικός
Κουτρούλι = ο σωρός από χώμα που γίνεται με το σκάψιμο του αμπελιού
Κουτρουλιάζω = φυλάω το χωράφι να μην βοσκηθεί, φτιάχνω σε κάθε γωνιά κουτρούλια
Κουτσούβελα = μικρά παιδιά
Κόφα = Κοφίνι, μεγάλο καλάθι πλεκτό από βέργες λυγαριάς για την μεταφορά σταφυλιών και άλλων ειδών
Κόφτρα (η) = μεγάλο πριόνι
Κοψίδι (το) = κομμάτι ψητού κρέατος
Κοψοχρονιά = μισοτιμής
Κρέμαση (του μύλου) = το σημείο της πτώσης του νερού στο μύλο
Κρένω =λέγω, μιλώ (Αγγέλω κρένει η μάνα σου… δημ. Τραγούδι)
Κριτσανάω = τρώγω τραγανιστά τρόφιμα που βγάζουν ήχο
Κωλώνω = δειλιάζω, οπισθοχωρώ
Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα
Λλ
Λάβρα (η) = η μεγάλη ζέστη από τον Ήλιο και τη φωτιά.
Λάγια = μαύρη προβατίνα
Λάζο (το) = χωράφι με πλούσιο χορτάρι για βοσκή
Λαήνα (η) = πήλινο κιούπι (μεγάλο δοχείο) με καπάκι που έβαζαν τρόφιμα, ελιές, τσιγαρίδες κ.λ.π..
Λακάω = φεύγω, τρέχω βιαστικά, δραπετεύω.
Λακριντί (το) = ψιλοκουβεντούλα, κουτσομπολιό
Λαλακιάζω = διψάω αφόρητα ( π.χ. λαλάκιασε από τη δίψα)
Λάλησε = Έχασε τα λογικά του, παραφρόνησε, ξέφυγε
Λακριντί (το) = κουτσομπολιό
Λάμια (η) =στρίγγλα, νεράιδα
Λαμπίκος (ο) = Ο γυαλιστερός «τα πιάτα έγιναν λαμπίκο»
Λανάρι = ξύλινο εργαλείο σαν βούρτσα για το «ξάσιμο» του μαλλιού με μεταλλικά δόντια (καρφιά)
Λαναρίζω = ξαίνω το μαλλί.
Λαχίδι (το) = μικρό χωράφι από λαχνό (αρχαία λέξη= λάχος)
Λεβέτι (το) =μεγάλο χαλκωματένιο καζάνι με χερούλια (αρχ.: λέβης)
Λεημόνι (το) = λεμόνι
Λειόκριση = Η πανσέληνος
Λειτουργιά (η) = το πρόσφορο, το σφραγισμένο με την ξύλινη σφραγίδα ψωμί που προσφέρεται στον ιερέα στις ονομαστικές εορτές κ.λ.π.
Λελούδι = Το λουλούδι
Λερός = Ο λερωμένος, ο βρώμικος
Λέτσος = Ο κακοντυμένος, ο ατημέλητος
Λεφούσι (το) = μεγάλο πλήθος από ανθρώπους ή ζώα ή έντομα
Λησμονάω η αλησμονάω =ξεχνώ «- Δεν ήρθες… -Τ’ αλησμόνησα…»
Ληνός (ο) = Πατητήρι
Λιάζω = από το ηλιάζω, αποξηραίνω στο ήλιο (τρόφιμα στο λιακωτό= βεράντα).
Λιανός = λεπτός, αδύνατος, μικρός
Λιάρος (ο) = παρδαλός, ασπρόμαυρος.
Λιάρα (η) = Ασπρόμαυρη γίδα, κατσίκα
Λίγδα (η) = Το λυομένο πάχος από το παστό του γουρουνιού, ο λεκές
Λίμα, Λιμασμένος = Πείνα, Πεινασμένος
Λιμοκοντόρος = φτωχός νέος που ντύνεται με ωραία φανταχτερά ρούχα
Λίμπα = μεταλλικό ή πήλινο δοχείο αποθήκευσης λαδιού
Λιμπίζουμαι = επιθυμώ, λαχταρώ
Λινάτσα = τσουβάλι
Λιόκρινο = «ρίχνω το λιόκρινο» υλικό για ξεμάτιασμα
Λιχνάω λιχνίζω = σηκώνω με το δικριάνι το αλωνισμένο σιτάρι για να ξεχωρίσω με την βοήθεια του αέρα τον καρπό από το άχυρο.
Λιχνιστήρι = δεκριάνι, ξύλινο εργαλείο σαν πιρούνι για το λίχνισμα του άχυρου στο αλώνι
Λόϊδο = Η τούφα από τα μαλλιά στο μέτωπο
Λόρδα (η) = η πείνα, «τον έκοψε η λόρδα»
Λούμπα (η) = λακκούβα με θολό στάσιμο και βρόμικο νερό.
Λουμώνω = κρύβομαι
Λούρα (η) = καμουτσί, λουρί, ψιλή βέργα
Λόϋρα = ολόγυρα
Λούτσα = μούσκεμα «έγινε λούτσα απ’ τη βροχή» (σλάβικη λέξη= luze)
Λυγιά (η) = η λυγαριά
Λυγερή (η) = γυναίκα ευκίνητη, λεπτή ψηλή και κομψή.
Λυκοφαγωμένο (το) =μτφ. βρισιά για παιδιά και ζώα.
Λυσσιακό (το) = η λύσσα
Μμ
Μαγάρα (η) = ακαθαρσία (από το μίασμα)
Μαγαρισμένος (η, ο) = 1) ο ανήθικος,2) αυτός που έχει διαπράξει μιαρή πράξη
Μαγκούφης (ο) = ο μοναχικός και ο έρημος στον κόσμο.
Μαμούρι = 1.Το μικρό παιδί 2. το χαμίνι, το διαολόπαιδο
Μάνα = Ο αρχηγός των παιδικών παιχνιδιών, η αρχική πηγή
Μανάρι (το) =οικόσιτο αρνί ή κατσίκι. (παράφραση του αρχαίου «αμνός»)
Μάρα = χωρίς έννοια, «άρες μάρες κουκουνάρες», ανόητα πράγματα
Μάνι μάνι = τώρα αμέσως
Μανόγαλο (το) = της μάνας το γάλα
Μανουσάκι (το) = το κυκλάμινο
Μάνταλο (το) = σύρτης κουφωμάτων
Μαντάτο (το) = η είδηση, το νέο
Μαντράχαλος = Ο ψηλός και άχαρος
Μαντρί (το) = πρόχειρος χώρος για την στέγαση κοπαδιών
Μαράζι (το) = καημός
Μαραζωμένος, (η, ο) = χτυπημένος από μεγάλο καημό, ο καχεκτικός.
Μαραφέτι = εργαλείο
Μάρκαλος (ο) = το ζευγάρωμα των αιγοπροβάτων για αναπαραγωγή.
Μάσια (η) = τριγωνικό εργαλείο για το τζάκι
Μασούρι = Εξάρτημα του αργαλειού λεπτό καλάμι όπου τυλίγεται επάνω το νήμα (γνέμα)
Μαστάρι (το) = το στήθος των ζώων.
Ματιάζω = μτφ βασκάνω
Ματσούκι (το) = το ξύλο, ο ξυλοδαρμός, το μαστίγιο.
Μασουλάω = σιγομασάω
Μαχαλάς (ο) = η γειτονιά του χωριού
Μελεούνι (το) = αμέτρητο πλήθος
Μερελός (ο) = ο μουρλός, μισότρελος
Μερεμετάω = επιδιορθώνω
Μερεμέτια = ψιλοδουλειές
Μερμελάει = Η ενόχληση από τις πληγές ή το τσίμπημα εντόμου «με μερμελάει»
Μεροδούλι (το) = το μεροκάματο, αμοιβή μίας ημέρας δουλειάς
Μερτικό (το) = το μερίδιο
Μεσάντρα (η) = εσωτερικό χώρισμα (τοίχος) του σπιτιού
Μεσιακό (το) = κάτι που ανήκει σε δύο. (λεγόταν και συμεσιακό)
Μετερίζι (το) = το οχύρωμα, η θέση μάχης προμαχώνας, ταμπούρι, τουρκ. meteris
Μιλιόρα (η) = η προβατίνα η πρωτόγεννη
Μισογόμι = Το φορτίο στη μέση του σαμαριού
Μισοφόρι (το) = εσωτερικό γυναικείο ένδυμα
Μιτάρι = το τοποθετημένο νήμα στον αργαλειό, το οποίο στηρίζεται σε 2 ξυλαράκια.
Μολέβω = μολύνω, (μόλεμα= μολυντήρι)
Μολογάω = διηγούμαι, σχολιάζω, «Για μολόγα μου τα νέα»
Μονάντερος = Ο αχόρταγος
Μόνοιασμα = Η συμφιλίωση
Μορώνω = Σταματάω να κλαίω
Μόσκος (ο) = αρωματικό υγρό, μυρουδιά, ευωδία «το μόσκο το γαρίφαλο» (& ευχή = -μόσκος να ‘ναι το κρασί)
Μοσχαναθρεμένος (η, ο) = ο μεγαλωμένος με όλα τα καλά
Μούλικο (το) = νόθο, εξώγαμο παιδί
Mουλοχτός (ο) = ο μαζεμένος, ο ύπουλος
Μουνουχάω = ευνουχίζω, κόβω τα αχαμνά ζώου
Μουνούχης = Μουνουχισμένος (μτφ. στείρος)
Μούντζα (η) = χειρονομία με ανοιχτή την παλάμη (ρ.μουτζώνω)
Μουντζαλιά (η) = μουντζούρα από μελάνι.
Μουστρίζομαι = λερώνομαι στα μούτρα τρώγοντας (μουστρέτσης (ο)
Μούτζωτα = παράταττα (- Μούτζωτα , δεν πάνε καλά οι δουλειές)
Μουτζήθρα (η)= μυζήθρα-είδος τυριού (από τον τόπο καταγωγής του είδους , Μυζηθράς-Μυστράς)
Μούργος = Ο τεμπέλης, το μαύρο σκυλί
Μουρντάρης = Αυτός που κυνηγά τον ποδόγυρο
Μουρόχαβλος = Βλάκας
Μουστερής = Ο επισκέπτης, ο πελάτης, ο μουσαφίρης (λαϊκή έκφραση: – Ε ρε πράμα που σαλεύει και τον μουστερή γυρεύει)
Μουχρούτα = Βαθύ πήλινο πιάτο «έφαγε μια μουχρούτα λαζάνια»
Μουσαφίρης (ο) = ο φιλοξενούμενος
Μούσκλια (τα) = παράσιτα που καλύπτουν τους κορμούς των δέντρων, πρασινάδες στα λιμνάζοντα νερά
Μπαγλαρώνω = δένω πιστάγκωνα κάποιον
Μπαϊλντίζω = βαριεστώ, βαριέμαι
Μπαΐρι = Άγονο ακαλλιέργητο χωράφι
Μπάκα (η) = η κοιλιά
Μπακανιάρης (α,ικο) = 1. αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά 2. Άρρωστο από σπλήνα παιδί
Μπάλιος (ο) = το κατάμαυρο άλογο με μια άσπρη βούλα στο κούτελο
Μπαλντούμι (το) = Λουρίδες από δέρμα που συγκρατούν το σαμάρι στα οπίσθια του ζώου (γαϊδουριού ή αλόγου).
Μπαντανία (η) = μάλλινο υφαντό κλινοσκέπασμα
Μπαξές (ο) = ο κήπος
Μπάστακας (ο) = αυτός που στέκεται ενοχλητικά ασάλευτα δίπλα μας
Μπατάκα (η) = η πατάτα
Μπαταλιακό ή μπάταλο (το) = άχρηστο «-δεν έκαμε τίποτα φέτο το μπάταλο»
Μπελάς = δύσκολη κατάσταση
Μπερντάχι = ο ξυλοδαρμός, «θα σου δώσω ένα μπερντάχι»
Μπίζ (το) = Είδος παιχνιδιού
Μπίλια (η) = Γυάλινος βώλος
Μπινιάρης (α,ικο) = ο δίδυμος
Μπίτι = ολότελα, καθόλου (τουρκική λέξη=bit)
Μπλάστρης (ο) = κυλινδρικό ξύλο με το οποίο άνοιγαν και άπλωναν το φύλο για τα ζυμαρικά
Μπλατσουράω = Τσαλαβουτώ στα νερά
Μπουγεύομαι = Μεγαλώνω, δυναμώνω « -τ’αμπέλια μπουγέψανε»
Μπούκα = στόχος, στο μάτι, στη μπούκα του ντουφεκιού
Μπόλικος = Πολύς
Μπομπότα (η) = ψωμί από καλαμποκάλευρο
Μπονόρα = πολύ πρωί, το ξημέρωμα
Μπόρα (η) = η ξαφνική βροχή
Μποστάνι (το) = περιβόλι
Μποτίλια (η) = Μπουκάλα
Μπότσα (η) = Πήλινο η γυάλινο αγγείο υγρών που χωρούσε δύο οκάδες, για την φύλαξη του κρασιού ή του τσίπουρου.
Μπουλούκια = ομάδες, πολλοί μαζί, κοπάδι πουλιών
Μπουγιουρντί (το) = έγγραφο με δυσάρεστα νέα, λογαριασμός (τούρκικη λέξη)
Μπούζι = πολύ κρύο, πάγος, χωριό στην περιοχή μας (τουρκική λέξη= buz)
Μπουζουριάζω = κλείνω στη φυλακή, σπρώχνω
Μπούλμπερη ή Μπούρμπερη= σκόνη «-Μπα που να γένεις στάχτη και μπούρμπερη»
Μπουναμάς (ο) = το φιλοδώρημα στα παιδιά τις γιορτές
Μπούρδα (η) = το μεγάλο τσουβάλι « -έφερε πέντε μπούρδες στάρι»
Μπουρδούκλωμα = περδίκλωμα (περδικλώθηκε = μπουρδουκλώθηκε)
Μπουρμπουλίθρα (η) = φουσκάλα αέρα επάνω στο νερό
Μπούρμπουνας (ο) = σκαθάρι στις ακαθαρσίες των ζώων
Μπουσιουλάω = κινούμαι με τα τέσσερα
Μπουχάω-μπουχίζω = ραντίζω, καταβρέχω με υγρό
Μπουχός = 1. Σκόνη από χώμα, κονιορτός 2. Φεύγω τρέχοντας «έγινε μπουχός»
Μπουφές = έπιπλο για τα σερβίτσια
Μπούχτησα = χόρτασα
Μπρούκλης (ο) = ο ξενιτεμένος κουβαρντάς
Μπουμπούνας ή μπουμπουνοκέφαλος = χοντροκέφαλος, δεν καταλαβαίνει
Μπούφλα (η) = Χτύπημα από την ανάποδη της παλάμης
Μπροστέλα (η) = Ποδιά
Μυλαύλακο = αυλάκι που οδηγεί το νερό στο μύλο
Μυλόπετρα (η) = μεγάλη κυλινδρική πέτρα για το άλεσμα δημητριακών
Μώρα (η) = μωρία, αποχαύνωση (κατάρα= « -Μώρα & κασίδα »)
Μωρ’άραχνη = μαύρη, κακομοίρα
Μωρώνω = παρηγορώ μωρό
Νν
Νάκα (η) = Φορητή πάνινη ή δερμάτινη κούνια, από το αρχαίο νάκη = προβιά (Παροιμιώδης έκφραση= « – Δεν έχεις ιδεί καλόγερο με νάκα»)
Νεροποντή = πολύ βροχή
Νεροτριβή = Σημείο δίπλα σε ποτάμι που από την πτώση του νερού στα υφαντά αυτά καθαρίζονται και γίνονται αφράτα
Νιανιά = Φαγητό των μωρών, κακοφτιαγμένο φαγητό
Nιάνιαρο = μικρό αδύνατο παιδί
Νισάφι = φτάνει πια, έλεος
Νιτερέσι (το) = Συναλλαγή, δοσοληψία, συμφέρον, «Δεν έχει καλό νιτερέσιο» = καλούς λογαριασμούς
Νίλα (η) = το καψόνι, η συμφορά , η καταστροφή.
Νιογάμπρια (τα) = το νιόπαντρο ζευγάρι
Νογάω = καταλαβαίνω.
Νομάτοι ή νοματαίοι (οι) = άτομα, πρόσωπα «- Έχω δέκα νοματαίους φαμπελιά»
Νουρά (η) = η ουρά
Νταβαντούρι (το) = η φασαρία , το γλέντι, ο θόρυβος, η σύγχυση
Νταβάς (ο) = πήλινο ή χαλκωματένιο μικρό ταψί
Νταής = άντρας που μπλέκει συχνά σε καυγάδες.
Ντάλα (η) = το κορύφωμα, (ντάλα μεσημέρι = το καταμεσήμερο) (τουρκική λέξη = dal)
Ντραμιτζάνα (η) = μεγάλη γυάλινη μπουκάλα με περίβλημα από πλεκτή ψάθα (βενετική λέξη damegiana)- λέγεται και ντραμπουτζάνα
Ντάλε- κουάλε = ίδιος, απαράλλαχτος
Νταμπλάς (ο) = συγκοπή ή συμφόρηση
Ντάνα (η) = σειρά από όμοια πράγματα
Ντάντεμα = περιποίηση μικρού παιδιού
Νταραβέρι (το) = σχέση επαγγελματική ή ιδιωτική
Νταρβίρα = Σφυρίχτρα με καλάμια σιταριού (αναφέρεται συνήθως σε αυτόν που έχει δουλειά αλλά τεμπελιάζει –«Βαράει νταρβίρα» )
Νταρντάνα (η) = μεγαλόσωμη, δυνατή γυναίκα, αντρογυναίκα.
Ντερέκι = Ο ψηλός και αδύνατος
Ντερλίκοσα = έφαγα με απληστία. χόρτασα πολύ. Πρήστηκα απ’ το πολύ φαΐ.
Ντιπ = καθόλου, (Ντιπ για ντιπ = καθόλου μα καθόλου). «Ντιπ μυαλό»
Ντορβάς = Σακούλι (ταγάρι) που κρεμιέται στο κεφάλι του ζώου για να τρώει καρπό
Ντορής = Άλογο με κοκκινωπό χρώμα
Ντορός (ο) =το ίχνος στο χιόνι, η πατημασιά, το αχνάρι.
Ντουβάρι (το) = 1.ο τοίχος,2. Ο χαζός, ο αγράμματος
Ντουγένι (το) = ξύλινο ή σιδερένιο εργαλείο που έσερναν τα ζώα για το αλώνισμα.( ίσως η πιο αγαπημένη αγροτική δουλειά των παιδιών)
Ντουντούκι = Ο βλαστός του κρεμμυδιού (λεγόταν μεταφορικά όμως και για κάποιον που είχε διάρροιες «-Ντουντούκι τον πάει …»)
Ντράβαλα (τα) = φασαρίες
Ντριβέλι = 1. Ζιζάνιο(χωραφιών) σαράκι 2. Βάσανο « – Μη με ντριβελίζεις ρε μαμούρι …»
Ντρίλι = βαμβακερό ύφασμα ευτελούς αξίας.
Ντριτσινάω =χοροπηδάω (για ζώα)
Ντώνω = Αφήνω, χαλαρώνω, «Μην τον ντώνεις»= μη τον αφήνεις
Ντουγρού = κατευθείαν
Ξξ
Ξάι (το) = τα αλεστικό δικαίωμα του μυλωνά σε είδος
Ξάγναντο (το) = το ξέφωτο
Ξάλα (η) = γεωργικό εργαλείο για κόψιμο κλαδιών
Ξακρίδι (το) = υπόλειμμα χωραφιού, «μου έμεινε ακάμωτο ένα ξακρίδι»
Ξαμώνω = αποτρέπω το μουλάρι(συνήθως) από ζημιά «- ξάμωσ’ το μουλάρι»
Ξεγκοφιάζουμαι = παθαίνω εξάρθρωση του γοφού.
Ξεζαλώνω = ξεφορτώνω
Ξεΐγκλωτος = Ο ασουλούπωτος.
Ξεκουμπίζουμαι = φεύγω «κακήν κακώς», αποδιώχνομαι (ξεκουμπίσου= Φύγε μακριά μου, εξαφανίσου)
Ξελακώνω = βγάζω το χώμα γύρω από τη ρίζα του αμπελιού
Ξελιγώθηκα = πείνασα πολύ
Ξελημεριάζω = περνάω όλη τη μέρα μου στο λημέρι
Ξεμασκαλίζω = Ξεκολλάω τα κλαδιά από τον κορμό
Ξεμπροστιάζω = αποκαλύπτω κάποιον με αντιπαράθεση
Ξενηστηκωμάρα (η) = η πείνα
Ξεπεζεύω = ξεκαβαλικεύω από τ’ άλογο
Ξεπεταλώνω = Βγάζω τα παλιά πέταλα των ζώων
Ξεπεταρούδι (το) = το πουλί που άφησε τη φωλιά του για το πρώτο πέταγμα, το πολύ μικρό παιδί
Ξεπουπουλιάζω= Βγάζω τα πούπουλα από τα πτηνά, βασανίζω ή χτυπώ άσχημα κάποιον
Ξέρα (η) = η ανομβρία « -Μαύρη ξέρα εφέτο …»
Ξεροσταλίζω = στέκομαι, περιμένω σαν τα πρόβατα στον ίσκιο
Ξέσκουρα = (επίρρημα) ξυστά, επιπόλαια
Ξεσυνέρια (η) = ο ανταγωνισμός
Ξετάζω = εξετάζω, δίνω σημασία.
Ξιέμαι = Ξύνομαι (λεγόταν για αυτόν που πήγαινε γυρεύοντας «-ξιέται στην γκλίτσα του τσιοπάνη…»
Ξινιάρι = λεπτή αξίνα
Ξιόνι = εργαλείο για καθαρισμό του αλετριού από τα χώματα
Ξόβεργα (η) = παγίδα με κόλα για πουλιά
Ξόμπλι (το) = κουτσομπολιό « -έμαθα ότι με ξόμπλιαζες»
Oo
Ογλήγορος = γρήγορος στα πόδια, ταχύς
Ολότελα = ολοκληρωτικά , εντελώς « – χάθηκε ολότελα»
Oυλούθε = παντού
Οξαποδός = ο διάβολος
Oργιά = μονάδα μετρήσεως μήκους
Ορμήνεια = συμβουλή
Ούλος = Όλος, ολόκληρος
Όχι άλλο =επιφώνημα ξορκισμού του κακού «-όχι άλλο μωρ’ γυναίκες»
,π
Παγαίνω, πααίνω = Πηγαίνω
Παγανιά ή παγάνα (η) = σκόρπιο απόσπασμα που ψάχνει
Παγούρι = μικρό φορητό ξύλινο ή μεταλλικό δοχείο νερού
Παιδοκομάω = γεννάω παιδί
Παλάτζα = η κρεμαστή ζυγαριά με το βαρίδι
Πάλε = Πάλι
Παλουκοκαύτης = παρατσούκλι του μηνός Μαρτίου
Παναίριος (α,ο) = εκλεκτός, θαυμάσιος, εξαιρετικός «παναίριο παιδί»
Πανώρια (η) = η πολύ ωραία
Παπάρα (η) = κομμάτια ψωμιού μέσα σε νερό ή γάλα
Παράγαλος (ο) = αρρώστια αιγοπροβάτων
Παραγώνι = Ο χώρος γύρω από το τζάκι
Παράδες (οι) = τα χρήματα
Παρδαλή (η) = εύκολη γυναίκα, ελαφρών ηθών
Παρλιακός (η,ο) = ο ανισόρροπος
Παρακά = πιο κάτω
Παραλογάω = παραληρώ
Παραλοϊζω = χάνω τα λογικά μου « – Παραλοϊζεσαι γέρο …»
Παρασάνταλος = Άτσαλος, ακατάστατος
Παραπούλια (τα) = οι παραφυάδες στα λάχανα
Παρατσούκλι (το) = σκωπτικό παρωνύμιο
Πασπάλα (η) = το χιόνι που σκεπάζει ίσα-ίσα τη γη
Πασπατεύω = ψηλαφίζω, χαϊδεύω ερωτικά
Πατατούκα = βαρύ παλτό ή κάπα
Πάτερο (το) = Ξύλινος τετραγωνισμένος κορμός που κρατάει την στέγη του σπιτιού
Πατικώνω = συμπιέζω και γεμίζω
Πατητήρι = χώρος για το πάτημα των σταφυλιών –ληνός
Πατιρντί (το) = φασαρία, διασκέδαση, τρικούβερτο γλέντι
Πατόκορφα = Από την κορυφή ως τα νύχια
Πατουλιά (η) = μεγάλος θάμνος « – Εκεί στην πατουλιά έχει λαγό»
Πατσιαβούρα (η) = παλιόσκουτο για σκούπισμα
Πάφιλο = Τσίγκος (τα καρφώνανε στις στέγες των σπιτιών, χρησιμοποιώντας ως υλικό συγκράτησης τις παλιές δεκάρες)
Πάχυτα (τα) = πολλά λίπη
Παχνί (το) = ξύλινη ταΐστρα ζώων
Παχνιάζω = βάζω τροφή στα ζώα
Πεζούλι (το) = λιθόκτιστο τοιχίο, εκατέρωθεν της εισόδου του σπιτιού , που χρησιμεύει για κάθισμα
Πελεκούδι = κομμάτι ξύλου που προκύπτει από το πελέκημα με τσεκούρι, κατάλληλο για προσάναμμα «θα καεί το πελεκούδι»
Πεντάρφανος (η, ο) = αυτός που δεν έχει κανέναν
Πεντόβολα = Παιδικό παιχνίδι με πέντε μπίλιες ή πέτρες
Περατζάδα = μια βόλτα τριγύρω
Περγιορίζω = περιορίζω
Πετιμέζι = Βρασμένος μούστος
Περίδρομος (ο) = πολυφαγία, «έφαγε τον περίδρομο»
Περικοπά = από σύντομο δρόμο «- ήρθα γλήγορα γιατί ήρθα περικοπά».
Περόνι (το) = καρφί, αιχμηρό εργαλείο τσαγκάρη.
Περονιάζει = διαπερνά (για το κρύο)
Πεσκέσι (το) = δώρα με φαγώσιμα κυρίως (από την υπόσχεση)
Πεσκίρι (το) = πετσέτα της πινακωτής (τουρκική λέξη: peskir)
Πετσώνω = Χορταίνω, («την πέτσωσα»), καλύπτω με σανίδες μια επιφάνεια
Πηχτή = Βρασμένο χοιρινό από το κεφάλι και τα πόδια του ζώου
Πιάνουμαι = απασχολούμαι, αναπιάνω = Φτιάχνω το ζυμάρι
Πιέτα (η) = η τσάκιση του ρούχου
Πικρουλίθρα (η) = είδος άγριου χόρτου
Πιλάλα (η) = η τρεχάλα, γρήγορα
Πινακωτή = Ξύλινο κατασκεύασμα με χωρίσματα για το ψωμί μέχρι να φουσκώσει ώστε να είναι έτοιμο για ψήσιμο
Πινίγω = Πνίγω
Πίρος = στρογγυλή ξύλινη τάπα του βαγενιού
Πισοκάπουλα = Καβάλα στο πίσω μέρος του αλόγου
Πιστάρι (το) = το πίσω μέρος του σαμαριού (αρχαία λέξη: οπισθάριον)
Πλαντάζω = Κλαίω δυνατά, ταράζομαι από θυμό
Πλαγιάζω = κοιμάμαι
Πλάστης = Κυλινδρικό ξύλο για το άνοιγμα της ζύμης
Πλαστήρι = Επίπεδο τετράγωνη η στρογγυλή τάβλα για να πλάθουν και να ρίχνουν τη ζύμη στο φούρνο
Πλάστιγγα = ζυγαριά για μεγάλα βάρη
Πλεξούδα = αρμαθιά σκόρδων, κρεμμυδιών κ.λ.π , τα πλεγμένα μαλλιά των γυναικών.
Πλεύρα (η) = πλαγιά « – έχω κάτι πλεύρες να οργώσω »
Πλιάτσικο (το) = η λεηλασία μετά τη μάχη ή γενικά η κλεψιά σε μια φυσική καταστροφή
Πλιατσικολόγος (ο) = ο κλέφτης στο πλιάτσικο
Πλίθρα (η) = κύβος πλασμένος από χώμα και άχυρα που χρησίμευε ως οικοδομικό υλικό για το χτίσιμο σπιτιών
Πλερώνω = Πληρώνω
Πλουμί (το) = στολίδι, κεντητό ή ζωγραφιστό
Πλοχεριά = Μια χούφτα φαγώσιμα
Πλύμα (το) = Νερό ή τυρόγαλο με πίτουρα για το τάισμα των γουρουνιών
Πόδεμα (το) = η υπόδηση
Ποδόλυσσα (η) = αρρώστια σκύλων
Πουγκί (το) = σακούλι που φύλαγαν τα λεφτά
Πουλάρι = Νεογέννητο άλογο ή γαϊδούρι
Πούντα = Κρυολόγημα
Πούντος = (επίθετο) Πού είναι αυτός
Πουρνό = το πρωί
Πόσια = Πόση ( «πόσια μπατάκα κάματε»=πόση πατάτα μαζέψατε)
Πούσια = Τα ξεφλουδισμένα φύλλα του καλαμποκιού
Πράματα = Τα γιδοπρόβατα
Πρεμούρα (η) = βιασύνη να τελειώσει η δουλειά γρήγορα
Προγκάω = 1. Τρομάζω, ξαφνιάζω, σκορπάω 2. Διώχνω κάποιον μακριά μου
Προσμπούκι = μπουκιές πριν το κυρίως φαγητό
Προσφώλι = το αυγό στην φωλιά που προσελκύσει τις κότες.
Προγκηχτήρι = Το σκιάχτρο
Προσάναμμα = εύφλεκτο υλικό για το άναμμα της φωτιάς
Προσφάϊ (το) = αυτό που τρώγεται συνοδεύοντας το ψωμί
Πυράφι (το) = η σφήνα που κλείνουν την τρύπα στο βαγένι
Πυροστιά = Μεταλλικός τρίποδας που βαστάζει το καζάνι στην εστία (φωτιά)
Ρρ
Ραμολιμέντο (το) = ο ετοιμόρροπος, ο γεροξεκούτης
Ράσπα = Λίμα για ξύλα
Ρέγουλα (η) = με μέτρο
Ρέντι ή ρέντισμα = Το ράντισμα
Ρεντίκολο = ρεζίλη
Ρετάλι (το) = 1. κομμάτι ύφασμα, 2. βρισιά
Ρέχτη (η) = Η στέγη που εξέχει από τον εξωτερικό τοίχο για να διώχνει τα νερά
Ρεύω = Ταλαιπωρούμαι από κακουχίες «Θα σε ρέψω»
Ρημαδιακό (το) = Έρημο σπίτι «στο ρημαδιακό μου»= το φτωχικό μου
Ριζάφτι (το) = η ρίζα του αφτιού
Ριζικό (το) = το πεπρωμένο
Ροβολάω = κατηφορίζω
Ρογώνω = Οργώνω το κατάλληλο για καλλιέργεια χωράφι μετά από βροχή
Ρογός (ο) = ζεστός χώρος για νεογέννητα αμνοερίφια
Ροϊδάμι = Βλαστάρι πουρναριού (αρχαία λέξη: ορόδαμνος)
Ροϊδάνι = το εργαλείο που καλαμίζει (τυλίγει στο καλάμι) το νήμα στην ανέμη (από το αρχαίο ροδάνη) (μεταφ. «πάει το στόμα του ροϊδάνι»)
Ροϊδίκι (το) = άγριο λάχανο , ραδίκι
Ρόκα = υφαντικό εργαλείο για το γνέσιμο(κλώσιμο της κλωστής) του μαλλιού
Ρούγα (η) = η γειτονιά, δρομίσκος « κάθε τόπος και ζακόνι κάθε γειτονιά και ρούγα»
Ρουκουλάω = κυλάω
Ρούντζα = μούτρωμα, ο θυμός, η κατήφεια
Ρουπώνω = γεμίζω το κρασοβάρελο με νερό για να στανιάρει “ρούπωσε το βαγένι”
Ρουσούμπελη = πρήξιμο
Ρουτζώνω = μουτρώνω («μου ρούτζωσε» = μου μούτρωσε )
Ρουφιάνος = Ο σπιούνος, ο συκοφάντης, ο καταδότης
Σσ
Σάβανο (το) = το σεντόνι που τυλίγουν το νεκρό
Σαδώ = προς τα δω, κατά δώ
Σαδώ, σακεί = από εδώ, από εκεί
Σακάτου = προς τα κάτω
Σακεί = προς τα εκεί , κατακεί σιαδώ
Σάματι = σάμπως, μήπως
Σανός (ο) = ξερό χορτάρι για τροφή ζώων
Σάξε = ταχτοποίησε, φτιάξε
Σαπάνου = προς τα επάνω
Σαπέρα = προς τα πέρα
Σάϊσμα (το) = στρωσίδι του αργαλειού από γιδόμαλλο
Σαΐτα = 1. Είδος φιδιού που πηδάει 2. Εξάρτημα του αργαλειού (περιλαμβάνει το υφάδι) για το πέρασμα(ρίξιμο) της κλωστής του υφαδιού στις κλωστές του στημονιού
Σακιάζω = Γεμίζω τα σακιά (τσουβάλια)
Σαλαγάω = οδηγάω τα ζώα με φωνές κινήσεις & σφυρίγματα
Σαλαμούρα (η) = άρμη, αλατόνερο
Σάλεψε = κινήθηκε, μετακινήθηκε
Σάλμη (η) = το άχυρο της βρόμης
Σαμάρι = Εξάρτημα που τοποθετείται στη ράχη των ζώων(υποζυγίων)
Σάματις = σάμπως, μήπως
Σαπίτης = είδος φιδιού
Σάρα (η) = σκουπίδια, οι άχρηστοι άνθρωποι, « η σάρα και η μάρα»
Σαρίγκαλος (ο) = σαλιγκάρι
Σαρίδι (το) = 1. Μικρό σκουπίδι 2. Ο τιποτένιος
Σάρωμα (το) = η σκούπα
Σάψαλο (τα) = Τριμμένο, θρυμματισμένο, μτφ. διαλυμένος από κούραση « – Εγύρισα απ’ τ’ αμπέλι σάψαλο …»
Σβάρνα, (η) =ξύλινο ή μεταλλικό γεωργικό εργαλείο (με πλεκτές βέργες) για το στρώσιμο του οργωμένου χωραφιού «Πήρε σβάρνα τα χωριά» = γύρισε σε όλα τα χωριά
Σβερκώνω = Χτυπώ στον σβέρκο (αυχένα) « – θα σε σβερκώσω …»
Σβερκώνομαι = Κοιμάμαι «-Μάνα πεινάω… -Σβερκώσου να το ξεχάσεις…»
Σγκάρλισμα= το ψάξιμο μέσα στις λάσπες από τις κότες
Σειριά (η) = Το σόι, η ράτσα, η γενιά
Σεκλέτι (το) = η στενοχώρια
Σέκος = ξερός, νεκρός (λέγεται και για τον πολύ κουρασμένο «έπεσε σέκος» )
Σέλα (η) = το δερμάτινο σαμάρι ιππασίας
Σέμπρος (ο) = ο συνέταιρος στις γεωργικές εργασίες
Σεντούκι (το) = μπαούλο όπου φυλάσσονται κοσμήματα, χρήματα και έγγραφα
Σέρσεγκας ή σερσέγκι = Καφέ κίτρινο μεγάλο έντομο με δηλητηριώδες κεντρί (σαν μεγάλη μέλισσα)
Σέπομαι = σαπίζω (δημ. τραγούδι: «αν στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει…») –από την αρχαία λέξη σήπομαι
Σεργιάνι (το) = ο περίπατος, η βόλτα
Σιμπάω = αναζωπυρώνω τη φωτιά
Σιόπα (η) = Το ξύλο, το ματσούκι «θα πέσει σιοπάκι»
Σκαμαγκίδα (η) = το ψιλό «περονιαστό» χιονόνερο
Σκαμπίλα (η) = η σφαλιάρα στο μάγουλο
Σκαπετάω = 1. Καταπίνω γρήγορα, καταβροχθίζω 2. Απομακρύνομαι περπατώντας και χάνομαι στο βάθος του δρόμου
Σκαρφαλώνω = Ανεβαίνω σε δέντρο, αναρριχιέμαι
Σκασίλα (η) = στεναχώρια . σαρκασμός =«σκασίλα μου»
Σκαφίδι = Κοίλο σκεύος, ξύλινη σκάφη για ζύμωμα
Σκερβελές (ο) = ο ανεπρόκοπος άνθρωπος
Σκιάζουμαι = φοβούμαι, τρομάζω
Σκιάχτρο = ομοίωμα ανθρώπου με παλιόρουχα για τον εκφοβισμό των ανεπιθύμητων ζώων & πουλιών
Σκλήθρα (η) = Μυτερή και λεπτή πελεκούδα ξύλου που καρφώνεται συνήθως στα χέρια
Σκορδοκαΐλα = αδιαφορία για κάτι συγκεκριμένο «σκορδοκαΐλα μου»
Σκοτούρα (η) = 1. η ζάλη 2.ο προβληματισμός για κάποιο ζήτημα
Σκουληκαντέρα (η) = μεγάλο σκουλήκι της γης σαν άντερο
Σκουλικιάζω = Βρωμίζω
Σκουντάω = σπρώχνω, ακουμπάω σκουντηξιά (η) = σπρωξιά.
Σκουντουφλάω = σκοντάφτω,
Σκουράντζος (ο) = η παστή ρέγκα
Σκουτί (το) = Μάλλινο χοντρό ρούχο. (Από το σκότος)
Σμπαράλια =πολλά σπασμένα κομμάτια
Σουβλερό = μυτερό
Σούδα (η) = χώρισμα ανάμεσα σε σπίτια, στενό κομμάτι χωραφιού
Σουλούπι (το) = η εμφάνιση
Σουγλάω = σουβλίζω
Σούγλα = η σούβλα
Σουγλί (το) = μυτερό εργαλείο του τσαγκάρη
Σουλατσάρω = «κόβω βόλτες» άσκοπα, περπατάω
Σουρλάω = σφυρίζω
Σούρνω = Σχολιάζω, κακολογώ, βρίζω («του έσουρε τα εξ αμάξης»)
Σούρουπο = Το ηλιοβασίλεμα. Το σουρούπωμα
Σοφράς (ο) = χαμηλό τραπέζι
Σπάρτο (το) = αυτοφυής θάμνος από το οποίο με κατάλληλη επεξεργασία έφτιαχναν στρωσίδια και σαρώματα
Σπιθούρι = Σπυράκι
Σπιρτοκούμπουρο (το) = το πανέξυπνο παιδί
Σπολλάτι = (από την ευχή: εις πολλά έτη) λεγόταν ως ειρωνικό επιφώνημα με την έννοια: πάλι καλά «-σπολλάτι που μας κάλεσες…»
Σταλίζω = Χασομεράω, ξεκουράζομαι το μεσημέρι κάτω από το δέντρο
Στάμνα = δοχείο πήλινο με λαβή για την μεταφορά νερού από την βρύση
Στανιάρω = Επανέρχομαι στην αρχική θέση «το βαρέλι στάνιαρε»= έσφιξε από το νερό και δεν τρέχει
Στασιό = Στάση, Ξεκούραση για λίγο «το παιδί δεν έχει στασιό»
Στιλιάρι (το) = η ξύλινη λαβή των εργαλείων, το ξυλοφόρτωμα
Στέρφος (η, ο) = στείρος, άτεκνος
Στεφανοθήκη = θήκη για τα στέφανα
Στούμπος = 1. Ο κοντόχοντρος 2.στρογγυλή λεία πέτρα με την οποία έτριβαν το αλάτι & άλλα , «θα στουμπίσω το αραποσίτι»
Στουρνάρι (το) = γερή πέτρα κόκκινου χρώματος
Στυλιάρι (το) = 1. Ξύλο γεωργικών εργαλείων 2. Αγράμματος, «στυλιάρι στα γράμματα, ξύλο απελέκητο»
Στραβούλιακας = Βρισιά για τον ζημιάρη
Στρακαστρούκα (η) = αυτοσχέδια κροτίδα
Στράτα (η) = το δρομάκι
Στράφι = άδικα, στα χαμένα
Στρίβλα (η) = πιεστικό μηχάνημα για την σύσφιξη (στρίβλιασμα) των σταφυλιών
Στρίγγλικο (το) = καχεκτικό παιδί & προσφώνηση σε άτακτο παιδί
Συνερίζομαι = παρεξηγώ κάποιον, τσακώνομαι.
Συχαρίκια (τα) = Τα ευχάριστα μηνύματα για γάμο, βαφτίσια κ.λ.π. το φιλοδώρημα σ’ όποιον φέρνει ευχάριστη είδηση
Σφαχτά (τα) = Τα γιδοπρόβατα, το κοπάδι, το προς σφαγή ζώο
Σφοντύλι (το) = 1. υφαντικό εργαλείο, στρογγυλή πέτρα που τοποθετείται στο κάτω μέρος του αδραχτιού και διευκολύνει την περιστροφή του για το κλώσιμο της κλωστής 2. Κάτι ξαφνικό, ταμπλάς «μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι»
Σώγαμπρος (ο) = ο γαμπρός που κατοικεί μαζί με τα πεθερικά του
Σώνω = τελειώνω κάτι, εξαντλώ
Σώσμα = το κρασί στο τελείωμά του
Ττ
Τάβλα (η) = σανίδα, τραπέζι συμποσίου
Ταή (η) = το φαγητό των ζώων
Ταμαχιάρης (ο) = ο δουλευταράς
Ταμπλάς= ημιπληγία, απότομα, απρόοπτο
Ταμτέλλα (η) = η δαντέλα
Ταπίστωμα = πέσιμο ανάποδα,μπρούμητα «- έπεσε ταπίστωμα»
Ταχιά = Αύριο
Ταράκουλο (το) = Ταραχή
Τέζα (η) = τέντωμα, «τεζάρωσε» πέθανε
Τελάλης (ο) = διαλαλητής (τούρκικη λέξη=tellal)
Τεμπελχανάς = ο τεμπέλης
Τέμπλα (η) = Μακρύ ξύλινο ραβδί για το ρίξιμο των καρπών από τα δέντρα.
Τέντα = ορθάνοιχτα
Τέντζερης (ο) = Χάλκινο σκεύος με καπάκι, κατσαρόλα μαγειρέματος
Τετραπέρατος (ο) = ο πανέξυπνος σε όλα
Τζερεμές = ανυπολόγιστο έξοδο
Τηλώνω = Χορταίνω
Τζερεμές (ο) = η άδικη ποινή
Τηράω = κοιτάω, προσέχω, τήρα κει = κοίτα εκεί
Τηράγομαι = 1. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη 2. εξετάζομαι για αρρώστια
Τίγαρις = μήπως « – τίγαρις τελειώσαμε τη δουλειά; » (από το αρχαίο τι γαρ)
Τουλούμι (το) = το ασκί, το φουσκωμένο δέρμα
Τουλούπα (η) =Τούφα (μπάλα) μαλλιού, η νιφάδα του χιονιού
Τούρλα = πολύ γεμάτο, ξεχειλισμένο
Τουρλόκωλα, επίρ. = πέφτω μπρούμυτα, ( «τουρλοκολιάστηκε από το ζώο» = έπεσε)
Τριπουσάκι (το) = ζιζάνιο των δημητριακών
Τροκάνι (το) = Το κουδούνι των προβάτων
Τραβάω = Κατευθύνομαι («τράβηξε για το ποτάμι»)
Τρακάδα (η) = στοίβα ξύλων
Τραμπουζάνα ή ντραμουτζάνα = Μεγάλη πλεγμένη με ψάθα μπουκάλα
Τράτο (το) = το περιθώριο
Τράφος = ρέμα, τάφρος
Τρίμματα (τα) = ψίχουλα
Τριτσινάω, ντριτσινάω = Κλωτσάω κατ’ εξακολούθηση
Τριφτάδες (οι) = Παραδοσιακό ζυμαρικό που παρασκευάζεται στη στιγμή
Τρίφτης = σύνεργο νοικοκυράς
Τριχιά (η) = μακρύ σχοινί
Τρουποκεφαλιάζω = Πληγώνω πετώντας πέτρα στο κεφάλι
Τρούπα (η) = τρύπα
Τρουπώνω = Καταφέρνω να μπω κάπου
Τροΰρω, τρογύρω = Τριγύρω
Τσαλαφός (ο) = Ο χαζός, αυτός που δεν παίρνει από λόγια
Τσαμπάσης (ο) = Έμπορος αλόγων
Τσάμπουρο (το) = υπόλειμμα σταφυλιού χωρίς τις ρόγες
Τσανάκα (η) = η καρδάρα
Τσαντίλα (η) = το πανί (πάνα,σάκος) για το στράγγισμα του τυριού και της μυζήθρας .
Τσάχαλο (το) = ξυλαράκι, «θα μαζέψω τσάχαλα για την φωτιά»
Τσιαΐρι (το) = πέτρες τοποθετημένες η μία πάνω στην άλλη, οι οποίες απαγόρευαν τη βοσκή στον συγκεκριμένο χώρο «τσιαϊρωμένο χωράφι»
Τσιακουμάκι = Ο αναπτήρας (με πριόβολο και ίσκα)
Τσιλίκι (το) = μικρό ξύλο με το οποίο παιζόταν το ομώνυμο παιχνίδι
Τσιουράπια = κάλτσες
Τσουκάλι = χάλκινο στενό σκεύος με χερούλι για ζέσταμα του νερού στο τζάκι
Τσέγκουρα (τα) = τα άγουρα μικρά σταφύλια που δεν συλλέγονται στον τρύγο
Τσεμπέρι (το) = Βαμβακερό υφαντό μαντήλι , κεφαλομάντηλο
Τσέπι (το) = το κέρατο
Τσέρλα (η) = Διάρροια, ευκοίλια
Τσίμπλα (η) = κολλώδες υγρό στο μάτι, ο τσιμπλιάρης
Τσιγαρίδα (η) = Κομμάτι παστού χοιρινού κρέατος
Τσιγαρίζω = Τηγανίζω κρέας
Τσιλιβήθρα = πολύ αδύνατος
Τσιροπούλι (το) =το μικρό πουλί, σπουργίτι.
Τσιτσί = Κρέας (έκφραση μωρών)
Τσίφτης = ο μπεσαλής, ο εξηγημένος
Τσότρα (η) = το ξύλινο παγούρι
Τσουλώνω = σηκώνω τα αυτιά
Τσούπα (η) = το κορίτσι, η κοπέλα, η κόρη
Τσουράπια = μάλλινες κάλτσες.
Τυλώνομαι = χορταίνω φαγητό
Υυ
Υφάδι = Το νήμα του αργαλειού που υφαίνεται στο στημόνι
Φ
Φάγνα (η) = η τροφή των ζώων
Φαγιά (τα) = φαγητά
Φαμπελιά (η) = η οικογένεια (Φαμπελιάρης= ο οικογενειάρχης)
Φαρμακίλα (η) = η πίκρα, «άσε με στην φαρμακίλα μου παιδάκι μου»
Φαρμακώνω = 1. δίνω φαρμάκι σε κάποιον 2. «κάνει φαρμάκι» κάνει πολύ κρύο, 3. «φαρμάκωσε τώρα» τρώγε τώρα
Φασκελοκουκούλωτα = έκφραση απελπισίας (στην κυριολεξία= -μούντσωσέ τα και σκέπασέ τα )
Φασκιά = λωρίδα ύφασμα που τύλιγαν το σώμα των νεογέννητων
Φασούλια = Τα φασόλια
Φελάω = αξίζω
Φέρμελη (η) = κεντημένο γιλέκο φουστανελά (αρβανιτ. λέξη:fermele)
Φιδοπουκάμισο = το δέρμα του φιδιού
Φιλεύω = Κερνάω σε σπίτι, προσφέρω γλυκό
Φιρί φιρί = πας γυρεύοντας, ψάχνεσαι
Φιτιλιά (η) = το ανακάτεμα σε τσακωμό, η ραδιουργία
Φκιάνω = φτιάχνω
Φκιασίδι (το) = το κοκκινάδι για το πρόσωπο, το στολίδι
Φκυάρι = Φτυάρι
Φλετουράω = φτερουγίζω
Φούρλα (η) = Περιστροφή, Το γύρισμα στο χορό
Φούρκα (η) = ξύλινος πάσσαλος με διχάλα
Φουρνόξυλο (το) = ξύλο για τη διευθέτηση της φωτιάς του φούρνου
Φούσκος (ο) = τούμπα ή σκαμπίλι « -Έφαγε ένα φούσκο …»
Φτενός (η,ο) = ο λεπτός
Φτούνα = αυτά
Φυγιάστηκα = κρύωσα πολύ
Φυσηχτήρι = Τρυπημένο καλάμι για το φύσημα της φωτιάς
Φώλος (ο) = το αυγό που βάζουν στη φωλιά για να κλωσήσει η κότα
Φώτιμα = Το ξημέρωμα