Ἡ μικρή ἱστορία τοῦ χωριοῦ Μηλέων Ἠλείας ἀρχίζει τό 1700 μ.Χ. Τότε στήν ἀπογραφή Grinani καταγράφονται ἑπτά (7) οἰκογένειες Δούκα καί Μηλιές μαζί μέ εἴκοσι τρεῖς κατοίκους (23)(*). Οὐσιαστικά τά χωριά Μηλιές καί Δούκα ἔχουν τήν πορεία ἀνάπτυξης ἀπό τό 1715 καί μετά τόν γειτονικόν χωριόν Λάλα πού ὅπως ἀναφέρει κι ὁ ἱστορικός Κόκκινος ἤκμασε μετά τό Ρωσο-Τουρκικό πόελμο τοῦ 1770. Ἕνας πρωτόγονος οἰκισμός μέ μικρά πλιθόσπιτα καί καλύβες. Οἱ πρῶτοι κάτοικοι ἑδραιώθησαν εἰς τήν θέση «Μόλα» Βορειοδυτικά τοῦ χωριοῦ στά «Καντζέϊκα» ἐκ τῆς ὁποίας μᾶλλον προέρχεται καί τό ὄνομα Μηλιές ἐκ τοῦ Μόλα πού εἰς τήν ἀλβανική διάλεκτο σημαίνει Μηλιά. Καί τοῦτο λογικό καί ἁπλό φαίνεται διότι ἡ Μόλα εἶναι ἀκριβῶς δίπλα ἀπό τό ἰσχυρό ὅπως εἴπαμε ἐκείνην τήν ἐποχή Ἀλβανοτουρκικόν χωριό Λάλα καί ὅπως γράφει καί πάλι ὁ Διονύσιος Κόκκινος «Οἱ Λαλαῖοι μετεβλήθησαν εἰς στράτευμα ληστῶν ἐναντίον μιᾶς ὁλοκλήρου ἀνυπερασπίστου χώρας. Αἱ ἐπιδρομαί των καί αἱ λεηλασίαι των ἦσαν ἀδιάλειπτοι ἀπεκόμιζαν ἀπό παντοῦ ὅτι ὑπῆρχε. Προϊόντα, ζῶα, εἴδη οἰκιακῆς χρήσεως. Ὅταν ἀπό ἕνα χωριό δέν ἀπέμεινε τίποτε τό ἔκαιαν. Ἡ Ἠλεία ὁλόκληρος εἶχε ἐρημωθεῖ καί κατακαεῖ καί ὁ ἄμαχος πληθυσμός της εἶχε καταφύγει ἐκ τρόμου εἰς τά βουνά»(**). Κάτω λοιπόν ἀπ’ αὐτό τό καθεστώς βίας καί ἐξαναγκασμοῦ ἔστησαν τά φτωχά νοικοκυριά τους καί τίς ζωές τους οἱ πρῶτοι κάτοικοι τοῦ χωριοῦ μας. Βοσκοί καί γεωργοί καί μικροτεχνίτες κατά κύριο λόγον. Οἱ Μηλιῶτες εἶχαν ἐνεργόν καί ἡρωϊκήν συμμετοχήν εἰς τήν μεγάλην καί σημαντικότατη στρατηγικά γιά τήν ἔκβασιν τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 μάχην παρά τό Ποῦσι-Λάλα τόν Ἰούνιον τοῦ 1821. Ἀλλά καί εἰς ἄλλα σημεῖα τῶν Μηλεῶν στήν Παναγίτσα, στό Πουρνάρι στήν Πηγή, ἀλλά καί στό Μποτίνι, ἔγιναν φονικότατες μάχες μέ τήν ἀνδρείαν συμμετοχήν εἰς αὐτές τῶν Μηλιωτῶν. Ἡ προφορική παράδοσις ὁμίλει γιά τόν ἡρωισμόν τοῦ Θεοδώρου Γεωργόπουλου (Ντουβέλα) καί τοῦ Δημήτριου Δημητρακόπουλου (Δουδούμη) πού ἔφεραν ὡς ἀπόδειξιν καί παράσημον ἀνδρείας τίς πληγές των ἀπό τά βόλια τοῦ ἐχθροῦ. Πρέπει ἐδῶ νά τονίσουμε τήν συμμετοχή ὅλων τῶν ἐντοπίων Ἑλλήνων πού μέ αὐταπάρνησιν ἔδωσαν μεγάλην μάχην γιά τήν νίκην, διότι εἶναι αὐτονόητος ἡ μεγάλη ἀνάγκη πού τούς βάραινε ὡς μή ἔχοντες ἄλλην ἐπιλογήν πέραν τῆς νίκης, διότι πού θά ἐπήγαιναν ἄν ἠττώντο ὑπό ἑνός σκληροῦ καί ἀδίστακτου ἐχθροῦ ἐμπείρου καί σκληροτράχηλου, ὅπως ἦτο οἱ Τουρκαλβανοί Λαλαῖοι.
Μετά τήν ἐπανάστασιν τοῦ 1821, ἀπό τό 1829 καί μετά, οἱ Μηλιές ἄρχισαν σιγά-σιγά νά ὀργανώνονται σέ οἰκισμό σοβαρό. Ὅπως ἀναφέραμε καίπρίν οἱ Μηλιῶτες ἦταν φτωχοί ποιμένες καί γεωργοί, ἀναλφάβητοι μέ σχεδόν μηδενικό μορφωτικό ἐπίπεδο. Ἀντιθέτως τό παρακείμενο χωριό Δούκα εἶχε μεγάλην μόρφωση καί ὑψηλό ἐπίπεδο ἐκπαίδευσης, ἄλλωστε οἱ Δουκαῖοι ἐχρησιμοποιοῦντο ὡς γραμματεῖς καί λογιστές ὑπό τῶν Τουρκαλβανῶν Λαλαίων καί ἔχαιρον πολλῶν προνομίων εἰς τήν περιοχή. Ἔτσι ὁ μικρός αὐτός οἰκισμός τῶν Μηλιωτῶν προσεκολήθη εἰς τήν ράχην τοῦ δυνατοῦ Δούκα. Μέχρι τό 1895 οἱ Μηλιῶτες ἐδιδάσκοντο τήν ἑλληνικήν γραμματείαν εἰς τό Δημοτικόν Σχολεῖον Δούκα. Οἱ Μηλιές πρίν ἀπό τήν ἀνακήρυξή της σέ κοινότητα Μηλεῶν ἀνῆκε διοικητικά καί πραγματικά εἰς τόν Δῆμον Ἀρχαίας Ὀλυμπίας μέ ἕδρα θερινή τό Δούκα καί χειμερινή τό Πελόπιο (Κριεκούκι). Ἐκτός ἀπό τήν ἀπουσία τῶν δύο αὐτῶν σημαντικῶν στοιχείων, τοῦ Σχολείου καί τῆς Κοινότητος δηλαδή, μέχρι τό 1863 οἱ Μηλιές δέν εἶχαν οὔτε ἐκκλησία. Ἐκκλησιάζοντο εἰς τόν ἱερό Ναό τ’ ἁγίου Νικολάου εἰς τό Δούκα καί στό παρακείμενο τοῦ Ναοῦ κοιμητήριο ἐνταφιάζοντο οἱ θνήσκοντες Μηλιῶτες.
Ἀπό τό 1863 λοιπόν ἀπέκτησε δικό του μικρό Ναό, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, καί στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰώνα εἶχε κι ὅλας ὁ πληθυσμός του ὑπερδιπλασιασθεῖ. Ἡ ἐξέλιξη αὐτή ἔφερε μεγάλη ἄνθηση. Τά ποίμνια μεγάλωσαν ἀλλά καί κάποιες δυνατές καλλιέργειες ὅπως τά ἀμπέλια εἶδαν μεγάλη ἀνάπτυξη. Τό κρέας καί ὅλα τά γαλακτοκομικά γίνονταν ἀνάρπαστα λόγω τῆς ὑψηλῆς τους ποιότητος. Τά κρασιά τῶν Μηλεῶν εἶχον γίνει ξακουστά γιά τήν γεύση καί ποιότητά τους εἰς ὅλην τήν Ἠλεία καί Γορτυνία. Λόγω τῶν πολλῶν ἀμπέλων ἀλλά καί τοῦ δρυοδάσους τῆς Φολόης στό χωριό Μηλιές ἀναπτύχθηκε δυναμικά ἡ παραγωγή οἰνοβαρελιῶν δρυίνων. Μεγάλοι τεχνίτες παρήγαγον ἀλλά καί ἐπισκεύαζον τά βαγενία ὅλων τῶν νικοκυριῶν μέχρι τόν Πύργο τουλάχιστον. Ἡ φήμη αὐτή τῆς τέχνης ἐξαπλώθηκε σχεδόν σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα καί ἄν οἱ συνθῆκες ἦτο εὐνοϊκότερες καί πιό συντονισμένες ἴσως τώρα μιλούσαμε γιά ἐντελῶς διαφορετικά γιά αὐτό τό θέμα. Ὁ τόπος αὐτός ὅμως παρά τήν μεγάλη του ἔκτασιν (τά ὅρια τῶν Μηλεῶν ἐκτείνοντο ἕως τοῦ Λάλα καί τήν Ἀχλαδινήν. Καί ἀπό τό Δούκα ἕως τήν Φολόη καί τοῦ Κουμάνη, ἦταν τόπος φτωχός καί ἄγονος λόγω τῆς μεγάλης ἔλειψης σέ νερό. Ὄχι μόνον γιά ἄρδευση ἀλλά καί πρωτίστως γιά τήν ὕδρευση τοῦ χωριοῦ.
Χρόνια οἱ ἀνάγκες ἐκαλύπτοντο ἀπό τίς πηγές στό Πουρνάρι στήν πλαγιά τῆς Φολόης, ἀλλά καί μικρότερων πηγῶν, ὅπως τό πηγάδι στήν Ρίζα, τό Σπιθάρι στήν Κουμαριά, τοῦ Λακαντρέρι στοῦ Σεντουκάτι, τοῦ Κόζι στήν Παληοβέστα καί τήν Φέγκρα στήν Κατουνίτσα.
Οἱ οἰκογένειες τοῦ χωριοῦ ἦταν συνήθως πολυμελής καί γιά τό λόγο αὐτό μιά ἀξιοπρεπής διαβίωση καθίστατο δύσκολη καί ἔτσι ἀπό τό τέλος τοῦ 19ου αἰῶνος κι ὅλας ἄρχισε ἡ μεγάλη μετανάστευση ἀπό τό χωριό μας γιά τό ἐξωτερικό καί ἐσωτερικό. Ἀμερική, Ἀθήνα, Αὐστραλία. Τό χωριό ἔδιωχνε τά παιδιά του ὅπως ὅλη ἡ Ἑλλάδα. Ἔτσι οἱ «ἁπανταχοῦ» Μηλιῶτες γινόταν σιγά-σιγά περισσότεροι ἀπό τούς χθόνιους καί ἡ ἀρρώστια αὐτή ἔδωσε στό τέλος ὡς θάνατον τήν ἐρημίν στίς ροῦγες τοῦ χωριοῦ μας.
Οἱ Μηλιτῶτες ἔδωσαν τό ἡρωικό παρόν σέ ὅλα τά μεγάλα προσκλητήρια τῆς πατρίδας. Καταχωρώντας στό Πάνθεον τῶν ἡρώων τά ὀνόματα πολλῶν τέκνων τοῦ μικροῦ αὐτοῦ χωριοῦ τους.
1) Παναγιώτης Δημ. Λέντζος 1882.
2) Ἀνδρέας Γεωργ. Λέντζος 1882.
3) Ἀθανάσιος Κων. Δουλῆς 1912.
4) Κωνσταντῖνος Φωτ. Γιαννόπουλος 1913.
5) Δημοσθένης Βασ. Κοτσιρᾶς 1918.
6) Νικόλαος Δημ. Λέντζος 1919.
7) Χρῆστος Θοδ. Πίππας 1919.
8) Δῆμος Θωμᾶ Βασιλείου 1924.
9) Δῆμος Ἀλεξ. Κασκαντίρης 1941.
10) Χρῆστος Ἰω. Μπαντούνας 1943.
Πολλοί ἀκόμη Μηλιῶτες πολέμησαν ἡρωικά γιά μεγάλα χρονικά διαστήματα σ’ ὅλες τίς πολεμικές περιόδους τῆς πατρίδος μας καί ἄλλοι γύρισαν πίσω τραυματίες καί ἄλλοι δυνατοί. Καί ὅλοι ἐξιστοροῦσαν μεγάλα κατορθώματα στίς μάχες ἀπό τό Μπιζάνι καί τήν Μικρά Ἀσία ἕως τήν Ἀλβανία.
Θύματα εἶχαν οἱ Μηλιές καί στόν ἐμφύλιο πόλεμο τό 1946-1949.
1) Χαράλαμπος Γεωργ. Κάντζος 1948 Ὑπεν/ρχης.
2) Παναγιώτης Ἰω. Μπαστούνας 1947 Στρ. Ἰατρός.
3) Γεώργιος Παν. Γερμανός 1949 Ἀντάρτης τοῦ Λαϊκοῦ Στρατοῦ.
4) Ἰωάννα Πάϊκ. Λέντζου 1949 Ἀντάρτισσα τοῦ Λαϊκοῦ Στρατοῦ.
Οἱ Μηλιές ἄρχισαν σιγά-σιγά μετά τόν ἐμφύλιο νά στέκονται καί πάλι γερά στά πόδια τους. Ἀναπτύχθηκαν καινούργιες καλλιέργειες κυρίως σιτηρῶν μέ τήν μηχανοποίηση τῆς παραγωγῆς ἀλλά καί ἄλλες καλλιέργειες ὅπως οἱ ἐλιές, οἱ κερασιές, οἱ καρυδιές καί τά ἀμπέλια, ὀργανώθηκαν καί βελτιώθηκαν σημαντικά. Γιατί πρέπει νά παρατηρήσουμε ὅτι στό πρῶτο μισό τοῦ 20ου αἰῶνος ἡ καλλιέργεια εἰδικά τῶν ἐλαιῶν ἦτο ὑποτυπώδης ἀπό τό μεγάλο πληθυσμό τῶν αἰγοπροβάτων καί τήν ἐλλειπή φύλαξη τῶν κτημάτων ἀπό τίς ἐπελάσεις τους. Τά ποίμνια μεγάλωσαν καί ὀργανώθηκαν καλύτερα μέ καλύτερες ἀποδώσεις καί ἡ βαρελοποιΐα ἤκμασε ὅπως δέν εἶχε ἀκμάσει ποτέ καί στό Δημοτικό Σχολεῖο τοῦ χωριοῦ ἕως καί ἑβδομήντα (70) μαθητές στή μεγάλη του ἀκμή δοκίμαζαν τά φτερά τους στά γράμματα. Ὅμως παρά τίς μεγάλες προσπάθειες οἱ συνθῆκες διαβίωσης ἦταν ἀκόμη δύσκολες καί ὁ προτροπή τῶν γονέων ἦταν μέ κάθε τρόπο ἡ φυγή τῶν νέων γιά τίς πόλεις μέ ὁποιονδήποτε τρόπο εἴτε μέσα ἀπό τά γράμματα, εἴτε μέσα ἀπό ὁποιαδήποτε δημόσια ἤ ἰδιωτική σταδιοδρομία. Αὐτό εἶχε ὅπως ἀναφέραμε τήν σταδιακή γήρανση τοῦ χωριοῦ μας μέ ὅτι σήμαινε αὐτό γιά τήν παραγωγή καί τήν ἀνάπτυξη. Σήμερα τό χωριό μας ἀγωνίζεται νά σταθεῖ στά πόδια του μέ ὅτι τοῦ ἔχει ἀπομείνει. Ἕνας ἀγώνας ἄνισος καί δύσκολος. Αὐτό πού δίνει μία παράταση ζωῆς δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τούς ἀπόδημους πιά Μηλιῶτες πού ἐξακολουθοῦν νά παλεύουν μέ κόπο καί θυσίες νά κρατήσουν τό χωριό μας ὄρθιο καί ζωντανό. Πολλά σπίτια χτίστηκαν τά τελευταῖα χρόνια καί τά πατρικά ἐπισκευάστηκαν καί πολλά κτήματα καλλιεργοῦνται κόντρα στήν ἐγκατάλειψη καί τήν παραίτηση. Ἐλπιδοφόρο μήνυμα εἶναι καί ἡ μή φυγή ἀρκετῶν νέων πού ἀποφάσισαν νά δημιουργήσουν στό χωριό, ἀλλά καί πολλοί πλέον συνταξιούχοι πού ὀργανώνουν τήν ζωή τους γιά μεγάλο χρονικό διάστημα πλέον στό χωριό μας. Θέλει ὅμως πολύ ἀγώνα καί πολύ δουλειά νά περαμείνει ζωντανό τό χωριό γιά νά μήν ἔχει τήν κατάληξη ἀπεφκτέων παραδειγμάτων γειτονικῶν χωριῶν μας.
(*) Παναγιωτόπουλος Βας., Πληθυσμός καί οἰκισμοί τῆς Πελοποννήσου 13ος -15ος αἰών. Ἀθήνα 1985.
(**) Διονυσίου Κόκκινου, Ἑλληνική Ἐπανάστασις τόμ. Β΄, σελ. 125, Ἀθήνα 1932.