«Όσο σμίγουν οι τριφτιάδες, άλλο τόσο οι συννυφάδες»
«Πάθεις, λάβεις, καρδία μη σε πονέσει»
Μου ‘λεγε , μου ‘λεγε πολλές τέτοιες παροιμίες ο Ανδρέας Κοτσιράς και όταν τον ρωτούσα που τις έμαθε μου απαντούσε «η γιαγιά μου». Η γιαγιά του η Δημήτρω (Κουρλιάμπω). Την πρόλαβα μια μικροκαμωμένη γυναίκα πανέξυπνη και σκληρή. Θα ‘λεγα ότι δεν έτρεφα και τα καλύτερα αισθήματα για το άτομό της. Στο Πελόπιο που πηγαίναμε σχολείο η θεία Δημήτρω είχε κατεβεί με τα εγγόνια της Πάνο και Ανδρέα και τους περιποιείτο και τότε ήτο μεγάλης ηλικίας. Ήτο κέρβερος δεν μπορέσαμε ποτέ να πλησιάσουμε καν το σπίτι όχι να το επισκεφθούμε. Εγώ βέβαια της χρωστούσα και μιαν άλλη δυσαρέσκεια, διότι όταν με «είχε βγάλει» από τη μάνα μου.
Ως μαία που ήτο, μου είχε πιέσει το αριστερό μάτι με αποτέλεσμα να έχω μειωμένη όραση απ’ αυτό. Έτσι το έβλεπα τότε. Εγώ στα Κοτσιρέϊκα δεν πήγαινα είχα αλλού «προαυλισμό» στη μικρή «περαρουγίτσα» και αυτό δεν το άλλαζα με τίποτα. Τα Κοτσιρέϊκα είχαν τότε όπως και τώρα μια αμφιθεατρική όψη με την μικρή αυλή περιτριγυρισμένη από τα σπίτια των Κοτσιρέων. Σε αύτη εδώ λοιπόν τη σκηνή «πρωταγωνίστησε» η θειά Δημήτρω στους αλλόκοτους αυτούς «ρόλους» της. Η θειά Δημήτρω γεννήθηκε το 1888 και απεβίωσε το 1981.
Ητο θυγατέρα του Γιώργη του Μπιλάλη του Δημητρίου (Κουζούλη). Παντρεύτηκε τον Παναγιώτη Κοτσιρά (Μπάζα) και απέκτησε έξι παιδία: τον Θανάση, τον Γιώρη, την Ελένη, τον Δημητράκη, τον Χρήστο και την Χρυσούλα. Ο άνδρας της Παναγιώτης όταν έκανε τα δύο πρώτα παιδία έφυγε για την Αμερική. Πίσω «αρχηγός» της οικογένειας έμεινε η θεία Δημήτρω. Τότε με τα «τσέκ» που έστελνε ο άνδρας της από την Αμερική άνοιξε και το πρώτο της παντοπωλείο στο ισόγειο στο σπίτι του Λιάκου του Πίππα.
Η κακή διαχείριση όμως έφερε την χρεωκοπία. Διότι τους μεν προμηθευτές τους πλήρωνε μετρητοίς, οι δε πωλήσεις όμως ήτο βερεσέ. Αποτέλεσμα οι κακοπληρωμές και τελικά την πτώχευση. Ο μπάρμπα Παναγιώτης ήρθε πίσω στο χωριό το 1917 κάθισε μερικούς χρόνους αλλά τα οικονομικά δεν πήγαιναν καλά. Τελείωσαν τα δολάρια, στο χωριό συνήθως τα βάτα και οι ασφάκες τότε δεν έβγαζαν χρήματα και έτσι αναγκάστηκε να ξαναξενιτευτεί για δεύτερη φορά. Και έτσι η θειά η Δημήτρω δοκίμασε πάλι την τύχη της στις επιχειρήσεις με το ίδιο αντικείμενο σε ποιο κεντρικό κατάστημα στο σπίτι του Χαραλάμπη του Λέντζου.
Δυστυχώς με τα ίδια και πάλι αποτελέσματα την πτώχευση για δευτέραν φοράν. Ευτυχώς με κάποια χρήματα που έμειναν από την δοκιμασία των επιχειρήσεων τα διέθεσε για την αγορά κτήματος δίπλα στο προικιό της στο Νταρντιζέικο με σκοπό να το αυξήσει περίπου στα 60 στρέμματα. Η θειά Δημήτρω ήταν άνθρωπος της αγοράς δεν έκανε και δεν ήθελε τις αγροτικές εργασίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μια φορά ξεκίνησε να πάει για όργωμα με τον άντρα της στου Λαδικού. Φτάνοντας στον Άγιο Δημήτριο «έκανε» την «εμπύρετη» με υψηλό πυρετό «καίγομαι , Πάνο μου του είπε» και γύρισε πίσω.
Η θειά Δημήτρω ήταν άνθρωπος της αγοράς, άνθρωπος του χωριού, ζωντανός άνθρωπος και επικοινωνιακός. Με την γειτόνισσα της, την θειά την Τασιά (Κουτσογιαννιά) τσακωνόταν όλα τα χρόνια για τα πάντα. Αφού εξήντλησαν όλες τις περιπτώσεις για τσάκωμα, σπίτια, ρέχτες, ρονιές, αυλές, φράχτες, σωματικά χαρακτηριστικά, καταγωγές και σόγια κ.λ.π. Ασχολήθηκαν μέχρι και με τις πέτρες. Όταν μάζευαν στην ανέμη το στημόνι για τον αργαλειό βρυζόντουσαν όλη την ημέρα. Όταν πήγαιναν στα σπίτια τους που ήταν το ένα απέναντι στο άλλο, άνοιγαν το παραθύρι και κρέμαγαν η μια το μαύρο τηγάνι και η άλλη το μαύρο τσουκάλι.
Λένε ότι και στον άλλο κόσμο θα τσακώνονται στις μεγάλες τελετές στον παράδεισο γιατί έτσι λένε ότι και στον άλλον κόσμο μαζεύουν στημόνι στην ανέμη. Η μεγάλη προσφορά όμως της θειάς Δημήτρως στο χωριό, μετά ακριβώς τις επιχειρήσεις, ήτο η μαιευτική. Μαθήτευσε και πήρε το «πτυχίο» της στην μεγάλη μαία του χωριού Παναγιώτα Μπράμου-Λέντζου (Τσαρμπίνα) συζύγου του Ιωάννη Αντωνίου Λέντζου (Τσαρμπού). Μαζί με την μαιευτική εκπαίδευση η θειά Παναγιώτα της μετεφύτεψε και την αυστηρότητά της μέχρι παρεξηγήσεως μοίαζανε σαν δίδυμες αδερφές στην συμπεριφορά τους.
Αυτές οι δυο ξεγέννησαν όλες τις γυναίκες του χωριού και όλους εμάς. Τους οφείλουμε μια μεγάλη ευγνωμοσύνη, και εμένα, όπως σας είπα στην αρχή η θειά Δημήτρω με έβγαλε στον κόσμο. Με «έπιασε» όπως έλεγε. Η αυστηρότητα της θειάς Δημήτρως ήτο παροιμιώδης. Η διοίκηση στο σπίτι ήτο μητριαρχική, όλα τα παιδιά της την έλεγαν μέχρι το θάνατο της, μητέρα. Και όταν η μοίρα αποφάσισε να ζήσει μαζί με την νύφη της Γαρυφαλλιά Λέντζου θυγατέρα του μπάρμπα Αντρίκου του Λέντζου. Η προειδοποίησις ήτο σαφής: «Γεροπούλα (γεραίους λέγανε το σόι της θειάς Γαρυφαλλιάς) σε πήραμε για να μας τιμήσεις».
Όσο υπήρχε η θειά Δημήτρω στο σπίτι τα πράγματα ελέγχονταν όλα απ’ αυτήν, όλα. Όταν την δεκαετία του 1960 ο γιός της Γιώργης (Κακούρης) έχτισε καινούργιο σπίτι στην πάνω ρούγα σε οικόπεδο του Αντρίκου του Λέντζου (πατέρα της νύφης της Γαρυφαλλιάς) τα πράγματα έφτασαν στα άκρα. Δεν δέχτηκε ποτέ αυτή την «ξενιτιά» μακριά από την ψυχή της. Που να αφήσει τους γείτονες της με τις ωραίες εκείνες «επικοινωνίες» των ανθρώπων; Πώς να ζήσει η ίδια στο γήπεδο της «Γεροπούλας»;
Πως να αφήσει τη μικρή σκηνή της στα Κοτσιρεϊκα με την θειά Γιαννιά, την Αντριόνυφη την Κουτσουμπού. Την Νικολέτα του Δήμου του Κοτσιρά και τη Θοδωρού στους ωραίους εκείνους ρόλους τους, στην παλιά γειτονιά της. Και για τον λόγο αυτό και για χίλιους άλλους που μόνο οι ψυχές των ανθρώπων ξέρουν κατέβαινε από τα χαράματα μέχρι το σούρουπο στην γειτονία της. Έτσι περνούσαν τα χρόνια από τα Κοτσιρέικα στα Λεντζέικα. Όταν μια μέρα ο γιός της ο Γιώργης το 1968 κατασκεύαζε ένα ξύλινο σκαρί για το χαγιάτι στο πίσω μέρος του σπιτιού στα Γερέικα, η θειά Δημήτρω που δεν είχε δεχτεί ποτέ αυτή την μετανάστευση. Φεύγοντας για το χωράφι ο γιός της με την νύφη της πήρε το τσεκούρι και προσπάθησε να γκρεμίσει το χαγιάτι κόβοντας τα υποστυλώματα (κολώνες).
Χωρίς όμως να το καταλάβει και πριν προλάβει να φύγει το χαγιάτι έπεσε με αποτέλεσμα να την τραυματίσει βαριά και να σπάσει την λεκάνη της, μένοντας για χρόνια κατάκοιτη. Και όταν μπήκε το ζήτημα στην οικογένεια να κατέβει στο ισόγειο να μείνει για να διευκολυνθούν και αυτή και οι άλλοι, να μην ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες κ.λ.π. αυτή απάντησε ότι: «Η Κουρλιάμπω δεν μένει στα κατώγεια» και έμεινε μέχρι που πέθανε στο ανώγειο, ως αρχηγός που ήτο και μέχρι τα τελευταία της έκανε το κουμάντο της. Το μόνο που την έθλιβε ήταν ότι πια δεν μπορούσε να κατεβαίνει στα αγαπημένα της Κοτσιρέικα για τις μεγάλες εκείνες παραστάσεις της.
«Μην τηράς την αρίδα της την στραβή, τήρα την τύχη της την ίσια»
Γι’ αυτούς που έφευγαν για την πόλη, για τα ξένα :
«Το μη σε μέλει μη ρωτάς
Από καινούργιο δρόμο να μην πας
Και κράτα το θυμό σου για την άλλη μέρα».
Οι ωραίες εκείνες παροιμίες μιας δυνατής σκληρής γυναίκας, σε μια σκληρή και δύσκολη εποχή
Δημήτρης Λέντζος