Χρήστος Γιαννόπουλος 1959-1988

Το Ορθογραφικόν μου λάθος

Θυμάμαι καλά τη μικρή κουζίνα με τις ξύλινες μισάντρες, το χαμηλό ταβάνι και το παλιό πάτωμα με το σάισμα και τις κουρελούδες. Στο τζάκι αργο- καίγονταν ένα μικρό κούτσουρο. Στο ξύλινο τραπέζι κάθονταν σκεφτικός ο φίλος μου ο Χρήστος. Είμαστε δεν είμαστε δώδεκα χρονώνε τότε, στις αρχές του 70. Μπροστά του είχε μια κόλλα αναφοράς και κάτι έγραφε. Εγώ κάθισα ακριβώς απέναντι του. Δεν μπορούσα να δω τι γράφει.

Η Θεια-Γιώτα είχε τηγανίσει πατάτες και μας έβαλε να φάμε. Ο Χρήστος δεν έφαγε καμμία. Σε λίγο μπήκε ο πατέρας του νευριασμένος, του πήρε από τα χέρια την κόλλα, την κοίταξε και την πέταξε με δύναμη πάνω στο τραπέζι. Μπήκε στο άλλο δωμάτιο και γύρισε πάλι με μια λευκή κόλλα αναφοράς. Πήρε το στυλό μπροστά από τον Χρήστο και μου είπε να γράψω μια αίτηση προς κάπου, δεν θυμάμαι τώρα που. Έγραψα θυμάμαι, γρήγορα και σωστά, την αίτηση και του την έδωσα. Την είδε και πηγαίνοντας μπρος στον Χρήστο του την έδειξε και με αυστηρό ύφος του είπε πως δεν θα βγει από το σπίτι δυο μέρες, ως τιμωρία και να δει την αίτηση την δική μου να δει πως πρέπει να είναι. Ο Χρήστος με χαμηλωμένο το κεφάλι γύρισε και με κοίταξε με ένα παραπονεμένο βλέμμα, που θυμάμαι ακόμη. Ύστερα έφυγα. Ο Χρήστος τις επόμενες ημέρες δεν μου μιλούσε. Τον προκάλεσα να μου πει γιατί. Μου είπε μονάχα. «Μίμη δεν είσαι εντάξει». Αργότερα έμαθα, ότι όλο το πρόβλημα ήταν η ορθογραφία. Ένα ορθογραφικό λάθος στη λέξη αίτηση. Ο Χρήστος την είχε γράψει με έψιλον. Τότε κατάλαβα τι είχε γίνει όπως και αυτό το «Μίμη δεν είσαι εντάξει». Χρόνια μου το έλεγε αυτό, το ότι δεν έπρεπε να γράψω την «αίτησιν» γιατί τότε τα έγγραφα τα γράφανε στην καθαρεύουσα. Του εξηγούσα πως δεν κατάλαβα και άλλα. Πέρασαν χρόνια κι ο Χρήστος είχε μάθει πια να γράφει αιτήσεις χωρίς λάθη. Έτσι στα είκοσι οκτώ του, έγραψε και την τελευταία του προς τον θάνατο, πάλι με έψιλον και έφυγε τόσο νωρίς, παίρνοντας μαζί του κι εκείνο το παράπονο. Όποτε βλέπω από τότε αυτή τη λέξη, «αίτησις», θέλω να τη γράφω μόνο με έψιλον. Αυτό είναι το δικό μου ορθογραφικό λάθος, γιατί η ορθογραφία στις φιλίες είναι πάντα ανορθόγραφη και τα κείμενα της γεμάτα λάθη, αλλά αυτά παραμένουν τα σπουδαιότερα της ζωής μας κείμενα.

Χρήστος Γιαννόπουλος  1959-1988.

Μίμης Λέντζος

Περισσότερα >

Χαράλαμπος Θωμ. Βασιλείου

Ολίγα λόγια εισ τη μνήμη του..

Ο Χαράλαμπος Βασιλείου είναι τέκνον του Θωμά Βασιλείου και της Αγγελικής. Εγεννήθη εις το χωρίον Μηλιές. Ο πατέρας του κατήγετο απο την Φθιώτιδα, η δε μητέρα του από το χωριό Καρακασίμη της Ηλείας.

Ο παππούς Θωμάς εγνώριζε την τέχνην του σιδηρουργού, δηλαδή του χαλικιά. Τέχνην χρησιμωτάτην δια τους γεωργοκτηνοτρόφους των Μηλεών. Αφού μεταξύ άλλων, τους ατσάλωνε τα ξινάρια, τα υνιά. Τους έφτιαχνε τα διάφορα κοφτερά, και πολλά άλλα. Τον διεδέχθησαν δε εις την τέχνην ταύτην των τεχνών, την σιδηρουργίαν, οι μεταγενέστεροι χαλκιάδες των Μηλεών. Δημήτρης Τσαπάρας ο επονομαζόμενος και Χαλκιάς και τελευταίος ο Αντώνης Πάικου Λέντζος ο αποκαλούμενος και μαστραντώνης. Τα σκερπάνια του οποίου έκοβαν τις μεγάλες πατερόπρογκες πέρα-πέρα χωρίς ο αθέρας τους να πάθη τίποτα.

Δεν είχα την ευτυχίαν να προφθάσω εις την ζωήν τον μπάρμπα-Θωμά, έφθασα όμως την καλόγνωμη χήρα του θειά-Αγγελική. Όπως είναι γνωστόν τον χαρακτήρα κάθε ανθρώπου τον διαμορφώνει η μητέρα του. Δια τούτο και ο Χαράλαμπος Βασιλείου, ήτο ένας καλόγνωμος, καλοσυνάτος και γελαστός άνθρωπος. Όμοιες ήσαν και οι τρεις αδελφές του Θανάσω, Αμαλία και Τασία.

Ποιός αλήθεια δεν θυμάται την θειά-Τασία του μπάρμπα-Στέφανου του Λέντζου την σύζυγον, την καλοκάγαθον και αρίστην γειτόνισσα αυτήν, που επί πολλές δεκαετίες ο υποφαινόμενος την έζησε από κοντά και ποτέ και διά κανέναν δεν είπε η μακαριστή αυτή γυναίκα, κακόν λόγον. Μέχρι του σημείου που εμείς τα παιδιά, ενώ της ετρώγαμε ανερώτηγα τα φρούτα. Αυτή αντί να βάλη τις φωνές, όπως άλλες μέγαιρες του χωριού, η έκανε πως δεν ξέρει τίποτε, δια να μην μας ντροπιάση η αν μας έπιανε επ’ αυτοφώρω έλεγε: «Κοιτάτε βρε μην είναι άγουρα και σας πονέσει η κοιλιά σας» και έφευγε! Είχε βλέπετε η θεια-Τασία την λεγομένην αρετήν της διακρίσεως.

Ο Χαράλαμπος Βασιλείου είχεν απ’ ότι γνωρίζω και δυο άλλους αδελφούς, τους οποίους δεν εγνώρισεν ο γράφων. Τον Δημάκην που έπεσε υπέρ πατρίδος κατά τον Μικρασιατικόν πόλεμον και τον Βασίλη, δια τον οποίον δεν μπόρεσα να έχω ακριβείς πληροφορίες, πλην  ειδήσεως από τον ανεκτίμητον φίλον μου Γεώργιον Αναστασίου Πίππαν, ότι τον είχε ιδεί τον Βασίλην Βασιλείου εις το εστιατόριον του μπάρμπα-Χαράλαμπου του Βασιλείου μια-δυό φορές κατά την Κατοχήν.

Ο Χαράλαμπος Βασιλείου έφυγε από τις Μηλιές πολύ ενωρίς και ήλθεν εις την Αθήνα προς αναζήτησιν καλύτερης τύχης και καλά έκαμε. Πέρασε και αυτός από το καμίνι της σκληρής ζωής των Αθηνών, χωρίς μάνα και αδέλφια κανονίζοντας μόνος του την πορείαν της ζωής του και με ιδικήν του αποκλειστικήν ευθύνην.

Περισσότερα >

Παναγιώτης Σπυρ. Μπιλάλης

1915 - 26.08.2000

 Ὁ μακαριστός Παναγιώτης γεννήθηκε στο χωριό Μηλιές-Λάλα Ηλείας το 1915 και ἦταν το 15ο τέκνο τῶν εὐσεβῶν γονέων του Σπυρίδωνος καί Αἰκατερίνης, με μεθεπό- μενο καί τελευταῖο (17ο) τέκνο τόν ἤδη μακαριστό Ἱερομόναχο π. Σπυρίδωνα (1918- †1974), γνωστό συγγραφέα τῶν θεολογικῶν καί ὁμολογιακῶν βιβλίων του «Ορθοδοξία καί Παπισμός», «Ἡ αἵρεσις τοῦ filioque», «Οἱ Μάρτυρες τῆς Ὀρθοδοξίας» κ.ἄ., τά ὁποῖα ἐξέδωσε καί διαθέτει ὁ «Ὀρθόδοξος Τύπος». Μάλιστα ὁ μακαρ. Παναγιώτης ὑπηρέτησε πιστά τόν π. Σπυρίδωνα συγγράφοντα, ὅπως ὑπηρέτησε καί τούς ἄλλους Κληρικούς-Ιερομονάχους ἀδελφούς του, τόν π. Εὐσέβιο (1902-1982), ἀδελφό τῆς Ἱ. Μ. Πετράκη ̓Αθηνῶν, καί τόν π. Εὐστάθιο (1906-1996), παλαίμαχο ἱεροκήρυκα στήν Καρδίτσα Θεσσαλίας.

Περισσότερα >

Η Πολυπράγμων Δημήτρω Μπιλάλη-Κοτσιρά (Κουρλιάμπω)

1888 - 1981

«Όσο σμίγουν οι τριφτιάδες, άλλο τόσο οι συννυφάδες»

«Πάθεις, λάβεις, καρδία μη σε πονέσει»

Μου ‘λεγε , μου ‘λεγε πολλές τέτοιες παροιμίες ο Ανδρέας Κοτσιράς και όταν τον ρωτούσα που τις έμαθε μου απαντούσε «η γιαγιά μου». Η γιαγιά του η Δημήτρω (Κουρλιάμπω). Την πρόλαβα μια μικροκαμωμένη γυναίκα πανέξυπνη και σκληρή. Θα ‘λεγα ότι δεν έτρεφα και τα καλύτερα αισθήματα για το άτομό της. Στο Πελόπιο που πηγαίναμε σχολείο η θεία Δημήτρω είχε κατεβεί με τα εγγόνια της Πάνο και Ανδρέα και τους περιποιείτο και τότε ήτο μεγάλης ηλικίας. Ήτο κέρβερος δεν μπορέσαμε ποτέ να πλησιάσουμε καν το σπίτι όχι να το επισκεφθούμε. Εγώ βέβαια της χρωστούσα και μιαν άλλη δυσαρέσκεια, διότι όταν με «είχε βγάλει» από τη μάνα μου.

Ως μαία που ήτο, μου είχε πιέσει το αριστερό μάτι με αποτέλεσμα να έχω μειωμένη όραση απ’ αυτό. Έτσι το έβλεπα τότε. Εγώ στα Κοτσιρέϊκα δεν πήγαινα είχα αλλού «προαυλισμό» στη μικρή «περαρουγίτσα» και αυτό δεν το άλλαζα με τίποτα. Τα Κοτσιρέϊκα είχαν τότε όπως και τώρα μια αμφιθεατρική όψη με την μικρή αυλή περιτριγυρισμένη από τα σπίτια των Κοτσιρέων. Σε αύτη εδώ  λοιπόν τη σκηνή  «πρωταγωνίστησε» η θειά Δημήτρω στους αλλόκοτους αυτούς «ρόλους» της. Η θειά Δημήτρω γεννήθηκε το 1888 και απεβίωσε το 1981.

Περισσότερα >

Νίκος Δ. Κοτσιράς

Ο φίλος μου ο Νίκος του Γεωργίκου

Ο Οκτώβρης στη Κάπελη έκοβε βόλτες στη Χύμα με τα χέρια στις τσέπες λες και περίμενε με ανυπομονησία να περάσουν οι μέρες του σε τούτη τη σκοπιά. Μερικές φορές τον έβλεπα και στη Στανιδούλα ν’ αγναντεύει τον κάμπο ίσια πέρα μέχρι του Καλιόρι και την Ψω­ριάρα. Ύστερα έβγαζε ένα τσιγάρο «ΕΘΝΟΣ» σχέτο, το κτύπαγε δυ­νατά πάνω στο πακέτο και το άναβε με το τσακμάκι του φυλάγοντας από τον αέρα με την χούφτα του αριστερού του χεριού τη μικρή φλογίτσα. Αρκετές φορές, λέγανε οι άλλοι, ότι τον είχαν δει ν’ ανάβει το καντήλι στον Άϊ Γιώργη και να πίνει νερό στη στέρνα του. Ο Οκτώ­βριος αξύριστος με το μάτι σκληρό και τα μαλλιά του αχτένιστα. Στις τσέπες του είχε πάντα κρυμμένα αγραπίδια, πού έκλεβε από τη μεγάλη μας αγραπιδιά στου Κουντούρη.

Τα δέντρα στη μέσα Κάπελη, γεμάτα βελάνι, μοιάζανε με μεγάλους αντεστραμμένους πολυελαίους με τα λαμπιόνια τους, κρεμμα­σμένα στο μεγάλο τρούλο του ουρανού. Τα φύλλα τους είχαν αρχί­σει να χρυσώνουνε στο μεγάλο πίνακα του Φθινοπώρου. Σε τούτου το τοπίο τα χαράματα βγαίναμε και εμείς με τα μικρά ή μεγάλα ποί­μνιά μας στο μεγάλο δοξαστικό της φύσης. Τα τσοκάνια, ως κάτοχοι της μεγάλης μουσικής κλίμακας του Σύμπαντος, αφήνανε τις νότες, σαν μικρές ανάσσες, στο πρόσωπό του ορεοπεδίου. Άλλα ποίμνια δεν είχαν καθόλου τσοκάνια ή ήταν βουλωμένα με φτερίνες για τις μικρές κλοπές βοσκής στα «απαγορευμένα» τοπία, δημόσια ή ιδιω­τι­κά.

Περισσότερα >