Οι Μηλιές είναι ένα μικρό χωριό στην ορεινή Ηλεία, κοντά στο μεγευτικό δάσος της Φολόης και την Αρχαία Ολυμπία. Έχει περίπου 70 μόνιμους κατοίκους που ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία και σημαντική ιστορία συνδεδεμένη με τη ελληνική επανάσταση. Παρακάτω μπορείτε να δείτε περισσότερες πληροφορίες για το χωριό μας σήμερα και θα χαρούμε να σας δούμε σύντομα στα μέρη μας.

Το χωριό, Μηλιές, βρίσκεται στην ημιορεινή περιοχή της Ηλείας. Κάτω από το δάσος της Φολόης, γνωστή και ως Κάπελη. Περίπου 15 χιλιόμετρα από την Αρχαίας Ολυμπία προς το βορειοανατολικό μέρος αυτής.

Συνορεύει ανατολικά με το χωριό Αχλαδινή, παλιά λεγόταν Νταρτίζα. Δυτικά με το χωριό Νεραϊδα, παλιά Καλολετσή. Βόρεια με το χωριό Πέρσαινα (Μποντίνι). Βορειοανατολικά με τα χωριά Φολόη, παλιά Γιάρμενα και το Κούμανη. Νότια με το χωριό Δούκα και νοτιοανατολικά με το χωριό Λάλα.

Ο συγχωριανός μας Ανάστος Λέντζος, μας παραθέτει μια προσωπική περιγραφή. Για όσους γνωρίζουν τα μέρη λίγο καλύτερα.

«Να αρχίσουμε από την περιοχή της Αύρας που είναι στο δυτικό μέρος του χωριού. Μας χωρίζει από το γειτονικό χωριό της Νεράιδας. Στο μύλο του Ψαρού είναι το όριο ακριβώς. Συγκεκριμένα λίγο πιο κάτω στα πενήντα μέτρα που κατεβαίνει το ρέμα της κοιτιόνας. Τοποθεσία πηγή Κεραμίδα, (αυτή την πηγή χρησιμοποιούσαμε για ύδρευση πριν τη γεώτρηση της ρούσιας).

Από αυτό το σημείο ακολουθούμε νότια το ρέμα της κοιτιόνας. Μέχρι του σημείου που χωρίζουν τα χωράφια της περιφέρειας Καλιόρι με τα χωράφια κατοίκων του χωριού Λάσδικα. Εκεί γυρίζουμε ανατολικά, ανεβαίνουμε στο Καλιόρι και κατεβαίνουμε στη ρεματιά που λέγεται Τριλάγγαδο. Περπατώντας με το ρέμα Στράτη στη συνέχεια ρέμα Μποκρίλα και βγαίνουμε στη Ρούσια.

Μετά περνάμε κάθετα το δρόμο Μηλιές-Δούκα και ακολουθούμε τη Λάκα Ζαχαριά. Περνάμε το δρόμο κάθετα που βγαίνει στον Άη-Νικόλα του Δούκα και ακολουθούμε τη Λάκα Κανελή. Στον πρώτο σταυρό της Λάκας μπαίνουμε λάκα αριστερά που βγαίνει στου Λιμισινάνι θέση Ερμιόνης. Ακολουθούμε τον κεντρικό δρόμο της ασφάλτου που πάει Μηλιές Λάλα μέχρι τη διασταύρωση της Γράνας.

Πηγαίνοντας στον δρόμο προς Λιούτσα μέχρι τη διασταύρωση του αγροτικού δρόμου προς Σινεπρέμι. Κατευθυνόμαστε στο δρόμο προς τα πάνω. Όταν φτάσουμε στα χωράφια μεταξύ Γ. Λέντζου και Δ. Καραγιάννη περνάμε απέναντι προς τη Ρουγκάλια και ακολουθούμε το ρέμα Λαδικού.
Αυτό το ρέμα χωρίζει του Αραμπόσι περιφέρεια Μηλεών και την ραχη Κολοβου περιφέρεια Αχλαδινής. Στη συνέχεια βγαίνει στην Κάπελη περίπου στο χωράφι του Γιώργη Πίππα (Μπαμπίνου). Εκεί είναι και ο δρόμος που έρχεται από Μποντίνη για Πύργο.

Εκεί είναι δε και το τέλος της Κάπελης, γιατί από εκεί και πάνω αρχίζουν τα χωράφια της περιοχής «Γκρόπα», περιφέρειας Αχλαδινής.
Ας πάρουμε τώρα αρχίζοντας πάλι από την Κεραμίδα στην Αυρα προς το βόρειο μέρος. Τα παλιά όρια ανέβαιναν στη λάκα της Ψωριάρας και έβγαιναν στου Διαμαντή τα χωράφια. Έπεφταν εκεί που βρίσκεται  το χωριό Μποντίνι και έπαιρνε μετά σε ευθεία γραμμή Λεμένιζες Κουβέλιζες μέχρι Λαζιγγλιάτι λάκα Ντρούκα.

Τότε όμως τα χωράφια της περιοχής αυτής ήταν Μηλιώτικα. Τώρα όμως τα αγόρασαν Περσαινέοι και ζήτησαν αναθεώρηση, στην οποία ήμουν και εγώ επί προεδρίας Χρήστου Καραγιάννη.

Τα νέα όρια λοιπόν είναι τα εξής: Στο δρόμο Νεράιδα-Μηλιές από τη θέση Κεραμίδα φθάνουμε στο σημείο Μπαρουτόμυλος που φτιάχναμε παλιά σαν παιδιά κολυμπήθρα.

Πάνω στην πλαγιά προς το βόρειο μέρος είχε περιβολάκι ο γέρο Κώστας Δουλής. Σ΄αυτό το σημείο πνίγηκε από ξερολάγγαδο που κατέβασε βρόχινο νερό μετά από καταιγίδα. Αυτό το περιστατικό έγινε τα παλιά χρόνια γύρω στα 1900, αλλά δεν είναι της παρούσης στιγμής.
Εκεί λοιπόν πάνω απ΄τα περιβολάκια ξεκινάει το ρέμα Λακαθέλα. Βγαίνει στο πάνω μέρος του ισιώματος Αργύρη περιφέρειας Μηλεών. Ανήκει σε οικογένειες Αριστείδη, Χρήστου και Γεωργίου Κοτσιρά.

Στην πλαγιά ανατολικά του Αργύρη μπαίνουμε στο ρέμα Γκουσέτη που μας βγάζει στη λάκα του Ζάρκου, στο κάτω μέρος Γαλατετσιάση. Απέναντι από αυτό το σημείο ήταν οι παράγγες του Δούμα, σημερινό σταυροδρόμι δρόμου Μποντίνη – Τελάλη και νεκροταφείο ¨Μποντίνη¨. Ακολουθώντας το δρόμο Μποντίνη-Τελάλη φθάνουμε στο σημείο βαρέλια Ξυνού Γκουσέτι. Εκεί μπαίνει αγροτικός δρόμος αριστερά προς Λακαλή, περνάμε κάθετα το δρόμο Στανιντούλα – Λεμένιζες, πέφτουμε στη Λάκα Γκαβέτσου, προχωράμε στη λάκα προς τα πάνω, μπαίνουμε αριστερά που το λέμε στο νερό του Νικολάκη (ήταν μια επιφανειακή λούμπα με νερό που κράταγε σχεδόν ως τους πρώτους μήνες του καλοκαιριού).

Προχωρώντας συναντάμε τον αγροτικό δρόμο Στανιντούλα-Γιάρμενα, ακολουθούμε το δρόμο, περνάμε τις τοποθεσίες Μισοράχη, Φλεβέσια, Λακα – Γερούσι, Τσιοτιμάκι, Τσιοτίμη, μέχρι ράχη Στόκου στο χωράφι του Γιάννη Τσαπάρα.

Σ΄ αυτόν το δρόμο προς το δυτικό μέρος είναι τα όρια με το Μποντίνη προς το ανατολικό όριο των Μηλεών. Τώρα από εκεί και προς τα πάνω περιοχές όπως Μπαλάτσι, Κουμάσια, Λακακερσί, Λακαμπότι, Λιμπέρι και προς τα πάνω μέχρι του Ρουστάμι πρέπει να έχουμε όρια με Γιαρμεναίους και Κουμαναίους. Μπορεί να τα θυμούνται οι παλαιότεροι ή αν είναι γραμμένα στα χαρτιά της κοινότητας. Κατά μαρτυρίες παλαιοτέρων σ΄αυτό το σημείο δεν υπάρχουν όρια.»


Ο Νομός της Ηλείας με συνολική έκταση 2.621 km2. Έχει έδαφος πεδινό κατά 60% και διασχίζεται από τους ποταμούς Αλφειό, Πηνειό, Ερύμανθο και 2 τους παραποτάμους. Ο Νομός χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη παράλιων υδροβιότοπων (Κοτύχι, Καϊάφα). Η πεδιάδα της Ηλείας είναι η μεγαλύτερη σε έκταση στην Πελοπόννησο.

Οι Μηλιές βρίσκονται στην ημιορεινή περιοχή της Ηλείας με υψόμετρο 522 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, κάτω από το δάσος της Φολόης (Κάπελη). Απέχει 15 περίπου χιλιόμετρα από την Αρχαία Ολυμπία προς το βορειοανατολικό μέρος αυτής και 40 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα της Ηλίας, τον Πύργο. Διοικητικά ανήκει στον Δήμο Αρχαίας Ολυμπίας (πρόγραμμα Καλλικράτης), παλαιότερα άνηκε στο Καποδιστριακό Δήμο Φολόης. Συγκεκριμένα το γεωγραφικό πλάτος είναι 37,7325740978 και το γεωγραφικό μήκος 21,6916740003.


Στην σημερινή εποχή μπορεί κανείς να διακρίνει πως στην Ελληνική επαρχία και κατ’ επέκταση και στο χωριό Μηλιές, γίνεται μια προσπάθεια να επαναφέρουν τα σπίτια, ώστε να εναρμονίζονται περισσότερο με το περιβάλλον γύρω του, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί και πάλι, έστω και με μορφή της διακόσμησης, το ξύλο και η πέτρα.

Θα μπορούσε κανείς να χωρίσει την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής των κατοίκων του χωριού σε τέσσερις περιόδους.

  • Η πρώτη περίοδος μετά την απελευθέρωση το 1821.
  • Δεύτερη περίοδο στις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι το 1950.
  • Στην τρίτη περίοδο από το 1950 έως το 1985
  • Τέταρτη περίοδο από το 1990 έως σήμερα.

Τα σπίτια του χωριού στην πρώτη περίοδο, ήταν ακραία λιτά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Κατοικία των Κασιδοφωταίων 1890 (βλ. φωτογραφία 1), η οποία υπάρχει μέχρι και σήμερα, για να θυμίζει πως μεγάλωσαν οι προγονοι μας. Μικρά σπίτια ενός δωματίου, χτισμένα με πέτρες και λάσπη από χώμα. Με δρύινες ξυλοδεσιές για σενάζια και σκεπές, είτε από καλάμια σίκαλης, είτε κεραμίδια από κεραμιδοκάμινα της περιοχής, το δάπεδο των σπιτιών ήταν χωμάτινο, τα παράθυρα ήταν χωρίς τζάμια, αλλά μόνο με ξύλινες σανίδες για πατζούρια. Για μαγείρεμα είχαν μόνο μια γωνία σαν εστία, με την οποία ζεσταίνονταν και τον χειμώνα.

Η δεύτερη περίοδος, από το 1900-1950 τα περισσότερα σπίτια γίνονται διώροφα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι και πάλι η φωτογραφία (βλ. φωτ. 2) η “κατοικία 1930 στα Κοτσιρεϊκα”. Η φωτογραφία μας βοηθά να καταλάβουμε, αφενός την διαφορά της πρώτης δύσκολης περιόδου με την δεύτερη, αφετέρου την δομή των κατοικιών στην δεύτερη περίοδο, όπως αναφέραμε τα σπίτια γίνονται διώροφα.

Χτίζονται με πέτρες και πωρόλιθους για αγκωνάρια με γερή λάσπη με ασβέστη από τ΄ασβεστοκάμινα του χωριού μας. Με γερές δρύϊνες ξυλοδεσιές, σκεπές γερές με δρύϊνα πάτερα, μαχιές και κεραμίδια πάλι από καμίνια της περιοχής. Τα πατώματα και τα ταβάνια ήταν με τάβλες είτε δρύες είτε από πλατάνια από την Αβουρα, είτε από πεύκα που κατά εκατομμύρια φύονται στην περιοχή. Τα σπίτια έχουν χωρίσματα που ορίζουν τα δωμάτια από πλέγματα από ρίκι. Πάνω σοβατίζονται με λάσπη με πολύ ασβέστη ανακατεμένη με κοζιά (μαλλί αιγός). Τα παράθυρα έχουν συνήθως φύλλα με δύο ή τέσσερα τζάμια και σε πολλά σπίτια και πατζούρια.

Όλα τα σπίτια έχουν τζάκι και μπαλκόνια είτε με κολώνες είτε κρεμαστά με δρύϊνα ξύλα, αυτά που χαρακτηρίζονται από την μεγάλη τους αντοχή. Στα περισσότερα σπίτια τα μπαλκόνια ήταν χαγιάτια (σκεπαστά) που εξυπηρετούσαν τις μεγάλες ανάγκες της οικογένειας. Στα κατώφλια αυτών των σπιτιών ήταν συνήθως ο αχυρώνας και ο στάβλος για όλα τα ζώα του σπιτιού: Άλογα, γαϊδούρια, βόδια, γίδες ή και λίγα πρόβατα σπανίως. Στο κατώγι βεβαίως ήταν και η μικρή αποθήκη με τα βαρέλια για κρασί, την καδη με τον καρπό, τον χώρο για τα εργαλεία κλπ. Τα σπίτια δεν είχαν μπάνιο και οι ανάγκες εξυπηρετούντο με εξωτερικούς μικρούς κλειστούς χώρους μακριά από το σπίτι.

Αυτή η αρχιτεκτονική ήταν σπουδαία απόλυτα ταιριαστή με το περιβάλλον του χωριού μας. Τοίχοι φαρδείς που κρατούσαν τα σπίτια δροσερά το καλοκαίρι και ζεστά το χειμώνα. Μπαλκόνια με τα δρύϊνα κάγκελα μεγάλης ομορφιάς είτε πλεχτά (σε ρόμβους) είτε παράλληλα. Ο διαχωρισμός του ανωγείου χώρου ήταν πολύ απλός και λειτουργικός, υπήρχε ένα μικρό χωλ που απ΄αυτό οδηγούσε στα άλλα δωμάτια, στην κουζίνα που ήταν το τζάκι ήταν συνήθως και ένα παραγώνι και ένα τραπέζι στη μέση, από το χωλ επικοινωνούσαν και με τα άλλα δωμάτια, τη σάλα και τα υπνοδωμάτια. Τα σπίτια δεν είχαν μπάνιο. Aυτή η αρχιτεκτονική χαρακτηρίζει τον πολιτισμό του χωριού μας. Μόνο μέσα από φωτογραφίες και ένα-δυο τελευταία τέτοια ερειπωμένα σπίτια μπορεί πλέον να παρατηρήσει κάποιος.

Η τρίτη περίοδος 1950-1985 χαρακτηρίζεται πιο βιομηχανική, καθώς κάνει την εμφάνιση του το μπετόν. Έτσι με το καινούργιο μοντέλο οικοδόμησης να είναι, πλέον, το τσιμέντο, τα περισσότερα σπίτια στο χωριό αλλάζουν όψη. Γίνονται ναι μεν πιο σύγχρονα, χάνουν όμως τον παραδοσιακό χαρακτήρα του χωριού. Αλλάζει και η εσωτερική διαρρύθμιση, αφού στην είσοδο των σπιτιών συναντάμε έναν μακρύ διάδρομο με πόρτες αριστερά και δεξιά που οδηγούσαν στα δωμάτια, δεδομένου ότι οι τοίχοι δεν έχουν τα ίδιο πάχος της προηγούμενης περιόδου, γίνονται λιγότερο ζεστά τον χειμώνα και περισσότερο ζεστά το καλοκαίρι.

Μπαίνοντας στην τέταρτη περίοδο, από το 1990 έως σήμερα, τα σπίτια γίνονται πιο λειτουργικά και σύγχρονα, μπαίνοντας κατευθείαν στο καθιστικό και στην κουζίνα και από εκεί να επικοινωνεί με τους άλλους χώρους. Εξωτερικά είναι πιο βελτιωμένα και σύγχρονα από κάθε άλλη περίοδο, με την χρήση της πέτρα και του ξύλου να έχουν διακοσμητικό χαρακτήρα, εκπνέουν μια ζεστασιά από τα παλιά…


Το χωριό έχει τρεις δρόμους, οι οποίοι μας βοηθούν να καταλάβουμε εύκολα και γρήγορα και τις τρεις γειτονιές του χωριού, είναι η Πάνω Ρούγα, η οποία βρίσκεται νοτιοανατολικά, η Κάτω Ρούγα βρίσκεται δυτικά και η Πέρα Ρούγα βόρεια.

Κεντρικό σημείο του χωριού είναι η πλατεία, στην οποία καταλήγουν και οι τρεις γειτονιές. Πάνω στην πλατεία βρίσκεται και το καφενείο του χωριού. Η πλατεία κατασκευάστηκε το 1972 και ονομάστηκε πλατεία Αγίου Ιωάννου Θεολόγου. Πήρε το όνομα της από τον προστάτη του χωριού και πολιούχου Αγίου της Εκκλησίας μας, η οποία βρίσκεται λίγα μέτρα ανατολικά από την πλατεία. Δίπλα ακριβώς από την εκκλησία βρίσκεται το κοιμητήριο του χωριού.

Η είσοδος στο χωριό γίνεται από την πάνω ρούγα και καταλήγει στην κυκλική κεντρική πλατεία του χωριού. Ο δρόμος που αντικρίζουμε ευθεία, είναι ο δρόμος για την Πέρα Ρούγα και αριστερά,  για την Κάτω Ρούγα. Το Δημοτικό σχολείο είναι στις αρχές της Πέρα Ρούγας, πενήντα μέτρα περίπου σπό τον δρόμο, σε ήσυχο σημείο. Δυστυχώς έχει σταματήσει η λειτουργία του από το 2001 περίπου, λόγω των λιγοστών παιδιών που υπάρχουν πλέον στο χωριό.

Η βιβλιοθήκη και ο ξενώνας του χωριού βρίσκονται στο τέλος της Κάτω Ρούγας. Τα τελευταία χρόνια (μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 2007) έγιναν και οι δυο μεγάλες περιφερειακές οδοί για την πυροπροστασία αλλά και την ανάπτυξη του χωριού. Στις περιφερειακές αυτές οδούς υπάρχει δίκτυο ύδρευσης με μονάδες πυροσβεστικής προστασίας, αλλά και σημεία ξεκούρασης από την πεζοπορία. Το μήκος αυτών των δύο οδών είναι συνολικά περίπου 6 χιλιόμετρα.


Οι Μηλιές έχουν σήμερα περίπου 70 μόνιμους κατοίκους. Όπως στα περισσότερα χωριά της επαρχίας, έτσι και σε αυτό, παρατηρείται μεγάλη μείωση του πληθυσμού, λόγω της μετανάστευσης, της αναζήτησης καλύτερης ζωής στα αστικά κέντρα και υπογεννητικότητας. Οι 90 περίπου, κατοικίες που υπάρχουν στο χωριό είτε μένουν ακατοίκητες, είτε γεμίζουν με φωνές και γέλια και παιδικά χαμόγελα, μόνο τα καλοκαίρια. Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν αυτή την πτώση, ιδιαίτερα από το 2000 και μετά.

Αναλυτικότερα, η απογραφή του 1981  δείχνει το χωριό μας να έχει 269 μόνιμους κατοίκους. Στην απογραφή του 2001 οι κάτοικοι είναι 240. Δέκα μόλις χρόνια μετά, στην απογραφή του 2011 μόλις 111 μόνιμους κατοίκους.


Πηγές περιμετρικά του χωριού υπήρχαν πολλές. Άλλες πιο μεγάλες και άλλες πιο μικρές. Γνωστές πηγές είναι η πηγή Δρύζα, η πηγή Σπιθάρι, η πηγή Μηλίτσα ή η πηγή της Φέγγρας.

 

Τρεις, όμως, πηγές είναι αυτές στις οποίες πρέπει να αναφερθούμε λίγο πιο αναλυτικά, καθώς ήταν σημαντικές για το χωριό.  Από τις πιο γνωστές πηγές είναι η πηγή στο Πουρνάρι και η πηγή Κονάκια. Αυτές ήταν δυο πηγές από τις οποίες οι συγχωριανοί μας έπαιρναν νερό τα πολύ παλιά χρόνια.  Η πηγή Πουρνάρι μαζί με τα Κονάκια ήταν το πρώτο νερό που ερχόταν στο χωριό με φυσική ροή.  Το Πουρνάρι, είναι μια πηγή κατασκευασμένη επί τουρκοκρατίας. Με χτισμένη πέτρινη δεξαμενή για να μαζεύεται πολύ νερό.

Μια άλλη γνωστή πηγή είναι οι πηγές του Ενιπέα (ή αλλιώς οι πηγές της Αύρα). Είναι οι πηγές από την οποία έπαιρνε μεταγενέστερα νερό το χωριού, αφού έγινε η ύδρευση του χωριού.

 

Παρακάτω σας παραθέτουμε προσωπική μαρτυρία του συγχωριανού μας, του Ανάστου Λέντζου. Προκειμένου να μας περιγράψει καλύτερα τις πηγές που ο ίδιος γνωρίζει:

«Οι καλύτερες πηγές μας είναι οι πηγές της Αύρας (Πηγές Ενιππέα) όπως τις ονομάζουν. Στην σημερινή εποχή ξεκινούν οι πηγές από την Αγία Παρασκευή. Παλαιότερα όμως ξεκινούσαν –όπως εγώ θυμάμαι-  από το ρέμα του Χόνι και πιο κάτω από το ρέμα Κατουνίστας και έφθαναν στο σημείο που λέμε Τρούπα περνούσε ολόκληρο ποταμάκι γύρω στα δύο μέτρα πλατύ και περνούσε 20-30 πόντους βαθύ.

Εκεί οι παλαιότεροι έβαζαν τα άλογα, τα έδεναν από τα κλαράκια στις όχθες για όσο χρόνο χρειαζόταν να μαλακώσουν τα νύχια τους για να τα καλιγώσουν ή να τα πεταλώσουν.

Στα πέλματα των αλόγων, μουλαριών και γαϊδάρων τοποθετούσαν πέταλα. Αυτά είναι σιδερένια πέλματα που τα κάρφωναν με ειδικά καρφιά στα νύχια των ζώων.  Τα πέταλα ήταν στρογγυλά για τα μεγάλα ζώα και πλάκες για τα γαϊδούρια. Τους πεταλωτές τους έλεγαν αλμπάνηδες.

Το άλλο ρέμα, το Δουκέικο που λέμε, οι πηγές του άρχιζαν πιο ψηλά από το Τριλάγγαδο, φθάνοντας στην Αγία Παρασκευή έφερναν νερό περίπου το ίδιο με το άλλο ρέμα. Εκεί στο Δουκέικο ρέμα πιο κάτω από το Τριλάγγαδο είναι  η παλιά πηγή της Δρύζας. Έβγαινε από τον τοίχο προς το μέρος του Καλιόρι, είχε κούτουλα μαρμάρινο και πολλοί Μηλιώτες έπιαναν νερό από εκεί.

Υπάρχει για αυτή την πηγή το ιστορικόν «Γράψε Δρύζα», επειδή τότε προγραμματίζανε να γίνει διάνοιξη δρόμου Νεράιδας-Λάλα. Τα  χωριά Μηλιές και Δούκα ήθελαν το δρόμο να περάσει όσο γίνεται πιο κοντά στην περιοχή τους. Ο τότε Πρόεδρος των Μηλεών, Δημήτρης Μπιλαλης ρώτησε τι είναι γραμμένο στα χαρτιά; Γράφει Δρύζα;

Όλες αυτές οι πηγές μετά την Αγία Παρασκευή σχηματίζουν το ποτάμι της Αύρας ή τον ποταμό Ενιππέα, όπως γράφουν τα χαρτιά, που εκβάλει στον Αλφειό και από εκεί στη θάλασσα.

Στο Δουκέικο ρέμα δεν υπάρχει άλλη πηγή εκτός από τα μικρά ρυάκια που δημιουργούνται από τα βρόχινα νερά το χειμώνα. Αντίθετα όμως προς το βόρειο μέρος υπάρχουν πολλές πηγές μικρές και μεγαλύτερες.

Αρχίζοντας από το κάτω μέρος είναι μια πηγή στη θέση Ψωριάρα, ήταν αρκετή να ποτίζει ο Ανδρέας Κάντζος το μικρό του περιβολάκι.

Έπειτα υπάρχει η πηγή της Φέγγρας που ανήκει  στην οικογένεια Καραγιάννη εκεί που ο γέρο Πανάγος είπε: «Αν περάσω από τη Φέγγρα». Στη Φέγγρα ήταν αρκετό το νερό, γιατί θυμάμαι πολλές χρονιές το νερό της πηγής ήταν αρκετό να σχηματίσει ποτιστικό αυλάκι, χωρίς να χρειαστεί να το μαζέψουν σε στέρνα και φυσικά ο Καραγιάννης εκεί είχε τα περιβόλια του.

Πάνω από τη Φέγκρα συνέχεια της ρεματιάς υπάρχει αγροτικός δρόμος που πηγαίνει από το χωριο στ’Αργύρη και συνεχίζει προς την παλιά Πέρσαινα, εκεί που ο δρόμος βρίσκει την τελευταία λαγκαδιά πριν από τη ράχη Μπούτιζες, περιφέρεια Πέρσαινας.

Συνεχιζοντας τη ρεματια της Φέγκρας προς τα πάνω συναντάμε μαζί με τον αγροτικό δρόμο στη θέση Καρβουνιάρη, μια ρεματιά που πηγαίνει επάνω προς Γκουσέτι. Φαίνεται σαν παρακλάδι της Λάκας που βγαίνει μαζί με το δρόμο στη θέση Αργύρη.

Σ΄αυτή τη λάκα παρακλάδι υπάρχει  μια μικρή πηγή που όπως τη θυμήθηκα εγώ ήταν μόνο για να ξεδιψάνε τα πουλάκια. Δεν ξέρω αν παλαιότερα μαζεύανε νερό για πότισμα. Η λάκα ανήκει στον Αλέξη Τσαπάρα.

Πάνω όμως από αυτή τη λάκα αρχίζει το ρέμα Γκουσιέτι. Είχε μια καλή πηγή στο σημείο που ενώνεται με τον δρόμο που είχε ανοίξει το δασαρχείο για τις πυρκαγιές από τη θέση Κουμαριά ως τη θέση Αργύρη. Σε αυτήν την πηγή δεν θυμήθηκα επίσης να έχουν περιβόλια.

Εκείνο που θυμάμαι είναι η σπηλιά του Γκουσιέτι που  βρίσκεται γύρω στα διακόσια μέτρα πιο πάνω από την πηγή, στο δεξιό μέρος του ρέματος όπως ανεβαίνουμε. Αυτή τη σπηλιά θέλησε να αξιοποιήσει ο Βασίλης Μπιλάλης, ιερομόναχος, με το όνομα Νικόδημος Αγιορείτης.

Δεν θυμάμαι ημερομηνίες, αλλά θυμάμαι που πήγαμε  με σκαπανικά να την καθαρίσουμε, είναι ένα σπήλαιο που δεν φαίνεται από το ρέμα, η είσοδός του κοιτάει προς τα δυτικά και ο χώρος της είναι μέχρι ένα δωμάτιο. Λέγεται ότι την χρησιμοποιούσαν επί τουρκοκρατίας άνθρωποι κυνηγημένοι από το καθεστώς.

Και πάλι όμως στο θέμα μας.

Βαδίζοντας ανατολικά της Φέγκρας στη θέση Κόψι υπάρχουν δύο πηγές, μια στο δρόμο ακριβώς κάτω από το εκκλησάκι της Παναγίτσας, που ανήκει στην οικογένεια Τσαπάρα Γιάννη (Τσάμη).

Από πάνω αμέσως σε χωράφι του Ανάστου Λέντζου υπάρχει άλλη πηγή. Τις δύο αυτές πηγές χρησιμοποιούσαν οι παλαιότεροι για να  ποτίζουν τα περιβόλια.

Πάνω όμως από τις δύο αυτές πηγές  και συνέχεια του ίδιου ρέματος είναι η πηγή Κονάκια, σε χωράφι που  ανήκει στην οικογένεια Γ. Λέντζου (ταχυδρόμου). Αυτή την πηγή μαζί με την πηγή Πουρνάρι που θα αναφερθούμε παρακάτω, χρησιμοποίησε το χωριό  μας για πόσιμο νερό μέχρι που φέραμε το νερό από την Αύρα.

Να σημειώσουμε ότι το νερό Πουρνάρι – Κονάκια ερχόταν στο χωριό με φυσική ροή. Η παραχώρηση της πηγής Κονάκια στην κοινότητα είχε γίνει κανονικά όπως προβλέπεται από το νόμο. Δεν θυμάμαι όμως ποιο ήταν το μέγεθος του αντιτίμου. Ο δρόμος που πηγαίναμε στα κονάκια να γίνουν οι εργασίες και μετέπειτα να επιβλέπουμε για τυχόν ζημιές ή πολλές φορές για τον καθαρισμό της δεξαμενής, ήταν από το εκκλησάκι της Παναγίτσας ακολουθώντας τον δρόμο που πήγαιναν στα χωράφια της Παλιοβρέστας και το τελευταίο χωράφι του Γιάννη Σεβόπουλου περνάγαμε απέναντι όπως ήταν ο παλιός ο δρόμος προς το χωράφι Κονάκια του ταχυδρόμου.

Στο σημείο που πέρναγε ο δρόμος Παλιοβρέστα Κονάκια, ακριβώς από κάτω λάκα Ανάστου Λέντζου υπήρχε και εκεί μια μικρή πηγή νερού άνευ σημασίας.

 

Η αμέσως επόμενη λάκα προς ανατολάς είναι η λάκα της Πατουλιάς. Εκεί δεν υπάρχει πηγή, στην επόμενη όμως λάκα που λέγεται Λακαντρέρι υπάρχει η πηγή Λακαντρέρι. Εκεί υπήρχε μαντρούλα μπροστά από την πηγή και ωραίος πετρινος κουτουλας κατασκευασμένος  επί Τουρκοκρατίας, ιστορικό μνημείο για το χωριό μας το οποίο διέλυσαν κάτοικοι του χωριού μας. Δεν μπορώ να αναφέρω ονόματα και εξαφάνισαν και τον κούτουλα, που θα έπρεπε τουλάχιστον, να φυλάσσεται σε κάποιο χώρο σαν μουσειακό αντικείμενο.

Το νεράκι της πηγής Λακαντρέρι χρησιμοποιούσαν οι οικογένειες Λουκά και Γεωργίου Δημακόπουλου για περιβολάκι, επειδή η περιοχή τους ανήκει. Ήταν δε και ένας μεγάλος πλάτανος που τον είχε φυτέψει ο Διονυσάκης ο Λέντζος, δίπλα από την πηγή αλλά και αυτόν τον εχαράκωσαν και εξεράθη.

Η ίδια λάκα προς τα πάνω διασταυρώνεται με τον δασικό δρόμο Κουμαριά Αργύρη και στο σημείο αυτό βγαίνει ένα νεράκι που ονομάζεται το νερό του Νικολάκη στο Μισοράχι. Το ίδιο όμως ρέμα προς τα πάνω αν και πολύ ανηφορικό μας βγάζει στην πηγή που λέγεται Πουρνάρι.

Η επόμενη λάκα λέγεται λάκα Ντουκάτη. Στη λάκα υπάρχουν δύο πηγές, η μια βγαίνει στην πλαγιά από Σεσιγγούστι και η άλλη στο μέσον της λακίδας πλησίον Σεϊντουκάτη Λακατζίβα. Λέγεται ότι αυτό το νεράκι θέλησαν να το κατοχυρώσουν οι παλαιοί σαν κοινοτικό και αντέδρασε τότε ο Θανάσης ο Γέρος που πήγαν να κατοχυρώσουν το νερό, και εκείνη τη μέρα κόντεψαν να γίνουν τρία εγκλήματα.

Όπως προαναφέραμε η πηγή αυτή μαζί με τα κονάκια ήταν το πρώτο νερό που φέραμε στο χωριό με φυσική ροή.

Το Πουρνάρι, μια πηγή κατασκευασμένη επί τουρκοκρατίας, με χτισμένη πέτρινη δεξαμενή για να μαζεύεται πολύ νερό επειδή την παλιά εποχή πήγαιναν εκεί οι τσοπάνηδες τα κοπάδια τους για να τα ποτίσουν. Μπροστά είχε έναν κόρυτα που πρέπει να ήταν φτιαγμένος από ασπράδι αυγών, επειδή εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν τσιμέντα. Φυσικά είχε και έναν πέτρινο κούτουλα, που με είχε ξεδιψάσει στα νεανικά μου χρόνια άπειρες φορές.

Όλα αυτά εξαφανίστηκαν μετά και την κατασκευή υδρομάστευσης της πηγής, για να έλθει το νερό στο χωριό.

Τι να πει κανείς, λες και υπάρχουν άνθρωποι που έδωσαν εξετάσεις για ανθρώπους και απέτυχαν!!!

Όταν όμως φέραμε το νερό της Αύρας, εγκατελήφθη το δίκτυο ύδρευσης Πουρνάρι-Κονάκια- Μηλιές και στη θέση Λιούτσιδες είχε σπάσει μια σωλήνα και χυνόταν το νερό.

Μετά όμως από μερικά χρόνια αποφάσισαν να φτιάξουν δεξαμενή και πήραν το νερό από την πηγή Λιούτσιδες.

Λιούτσηδες, μια πηγή που βρίσκεται στο χωράφι Ν. Τσούμπα (Ξυνού), την οποία μεταφέραμε στη δεξαμενούλα που έφτιαξε ο Θ. Πίππας. Την εργασία αυτή ανέλαβε και πραγματοποίησε ο Θεόδωρος Πίππας του Αριστείδη. Όποιον ενδιεφέρει να βρει αυτή τη δεξαμενή βρίσκεται περίπου στη μέση της διαδρομής Πουρνάρι-Λιούτσηδες όπως πήγαινε παλιό δρομάκι 5-6 μέτρα από κάτω στο καταράχι.

Ανατολικά της λάκας Λακαντουκάτι περνάμε το ίσιωμα Σεϊντουκάτη και όταν φτάσουμε στο χωράφι Δημ. Λέντζου (Μπαμπακιές) δίπλα στο ανατολικό μέρος ένα μικρό ρεματάκι καταλήγει στης Κουμαριάς το ρέμα. Εκεί λοιπόν που τελειώνει το ρεματάκι υπάρχει η πηγή (Μηλίτσα) αλλά εποχιακή πιθανόν από βρόχινα νερά του χειμώνα και επειδή το υπέδαφος δεν το απορροφούσε λόγω υποστρώματος γλίνας. Το νερό το απέβαλε στο σημείο που έσμιγε με το ρέμα Κουμαριάς – Καλύβας ρέμα.

Η εποχή που έβγαζε νερό ήταν κυρίως η άνοιξη και τις καλές χρονιές κράταγε μέχρι Ιούλιο – Αύγουστο. Τώρα τα τελευταία χρόνια πρέπει να έχει χαθεί η πηγή επειδή στο σημείο αυτό ο Λέντζος Αποστόλης έβαλε μπουλντόζα για να ανεβάσει δρόμο στο χωράφι του και πιθανόν να βρήκε το νερό αλλού διέξοδο, ήταν όμως πολύ νόστιμο και δροσερό το νερό της.

Στη συνέχεια προχωρώντας πάντα προς ανατολάς περνάμε τις περιφέρειες Πολυγένι – Γκούρι – Αρακουμπάτη – Κουμαριά – Παλιοκλήσι. Μετά περνάμε και το ρέμα που βγαίνει ρέμα Κουμαριά –Κάπελη και το λέμε το ρέμα της Μάρθας (Σουρια) και φτάνουμε στο ρέμα το Σπιθάρι.

Εκεί από το ρέμα Κουμαριά μέχρι την πηγή το Σπιθάρι ειναι χωράφια του Γ. Λέντζου (Μπούνα) και μετά την πηγή προς τα πάνω είναι το λαγκάδι που βγαίνει στην Κάπελη.

Το Σπιθάρι είναι μια πηγή που βγάζει πολύ λίγο νερό και στερεύει σπάνια. Πηγάζει κάτω από ένα μεγάλο βράχο, εκεί έβαζαν οι προγόνοι μας ένα φυλλαράκι από δέντρο στην άκρη της μικρής γούρνας της πηγής για να βγάζει το νεράκι προς τα έξω. Κάτω τοποθετούσαν τη βαρέλα ή την πύλινη βίκα ή ότι άλλο είχαν και μετά από ορισμένη ώρα γυρνούσαν και το έβρισκαν γεμάτο.

Και τελευταία να αναφέρουμε το «Πηγάδι», που βρίσκεται στην τοποθεσία Πηγάδι στον Μηλιώτικο κάμπο, στο κάτω μέρος της πλαγιάς προς την Κάπελη. Είναι στο σημείο που αρχίζει η ρεματιά Λακαχαρντάμη που βγαίνει στον Άι – Γιώργη, μεταξύ των χωραφιών Γεωργίου Μπιλάλη (Σκούρα) και Στέφανου Λέντζου.

Ήταν όντως ένα πηγαδάκι, γύρω στα δύο μέτρα βαθύ και στον πυθμένα του κρατούσε μέχρι πενήντα πόντους νερό. Πολλές φορές όταν αρκετοί κάτοικοι έπαιρναν νερό, αυτό τελείωνε, όμως την άλλη μέρα πάλι σιγά σιγά η πηγή γέμιζε.

Τώρα τα τελευταία χρόνια επί προεδρίας Χ. Καραγιάννη έγινε μια υδρομάστευση ακριβώς κάτω από το πηγάδι. Με σωλήνες μεταφέρθηκε στη δεξαμενή που είναι επί του δρόμου στο αλώνι του Παναγιωτόπουλου, έξω από το χωράφι του Νικόλαου Κασικαντίρη.»


Οι Μηλιές, το χωριό μας, έχει πέντε Εκκλησίες.

Το Εκκλησάκι της Παναγιάς

Η Εκκλησία της Παναγιάς βρίσκεται στην θέση «Παλιόβρεστα». Απέναντι από το χωριό, στην οποία γίνεται η θεία τέλεση κάθε 23 Αυγούστου. Χτίστηκε γύρω στο 1849 και ήταν η πρώτη εκκλησία του μικρού χωριού μας. Αυτό το γνωρίζουμε διότι η χρονολογία ανέγερσης του γραφικού Ναού υπάρχει σε μια παλιά εικόνα του Χριστού.

Ιερός Ναός Αγίου Ιωάννη Θεολόγου

Το 1863 χτίστηκε στην πλατεία του χωριού ο Ιερός Ναός του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Καθώς το Εκκλησάκι της Παναγιάς απέχει περίπου δυο χιλιόμετρα από το χωριό, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να χρησιμοποιηθεί ως ενοριακός Ναός. Ο Άγιος Ιωάννης Θεολόγος είναι ο βασικός Ναός όπου εκκλησιάζονται οι Μηλιώτες μέχρι και σήμερα. Με το πέρασμα των χρόνων έγιναν προσπάθειες να ανακαινισθεί και να μεγαλώσει, καθώς μεγάλωναν οι ανάγκες του τόπου μας, με τις οικογένειες να διπλασιάζονται. Περίπου το 1906 με δωρεές πολλών κατοίκων του χωριού χτίστηκε μεγαλύτερος Ναός. Δίπλα από την εκκλησία υπάρχει μέχρι και σήμερα το Νεκροταφείο των Μηλεών.

Ιερός Ναός Αγίου Δημητρίου

Το 1962 χτίστηκε, σε απόσταση περίπου 1,5 χιλιόμετρο νοτιοανατολικά, στην θέση Αϊ Δημήτρη, ο μικρός Ναός του Αγίου Δημητρίου, ο οποίος έγινε με δαπάνη του Δημήτριου Νικολόπουλου και στην συνέχεια και άλλων κατοίκων του χωριού. Το οικόπεδο του Ναού δώρισε ο Γιάννης Τσαπάρας.

Ιερός Ναός Αναστάσεως του Κυρίου

Η εκκλησία της Αναστάσεως του Κυρίου, χτίστηκε στο οικόπεδο του Φιλοποίμενου Γιαννόπουλου, μαζί με την οικονομική συνδρομή και πολλών άλλων κατοίκων του χωριού, στην μνήμη του του γιού του Χρήστου, που εγκατέλειψε τα εγκόσμια σε νεαρή ηλικία κάτω των τριάντα ετών. Βρίσκεται 3 χιλιόμετρα από την είσοδο του χωριού, 700 μέτρα πριν την πλατεία.

Ιερός Ναός Μεταμόρφωσή του Σωτήρος

Η εκκλησία βρίσκεται στη θέση Στανιντούλα στα όρια του χωριού Πέρσαινα. Να αναφέρουμε ότι είναι το νεότερο εκκλησάκι του χωριού μας και χτίστηκε δαπάνη των κατοίκων της περιοχής. Το οικόπεδο ανήκει στην ενορία Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, δωρεά Παναγιωτόπουλου.

 

Εκκλησίες του παρελθόντος

Λέγεται ότι παλαιότερα υπήρχε μια εκκλησία του Προφήτου Ηλία στη θέση Άη-Λιά, μεταξύ των δύο χωραφιών του Διονυσίου Λέντζου και του Νικολάου Τσούμπα. Στο σημείο αυτό βρίσκεται ένας σωρός από πέτρες, υποστηρίζοντας έτσι την ύπαρξη εκκλησίας.

Επίσης λέγεται πως υπήρχε εκκλησάκι στη θέση Παλιοκλίση, στο χωράφι του Αντρέα Δούμα, που βρίσκεται στη θέση Κουμαριά, περιφέρειας Μηλεών. Το χωράφι λέγεται παλιοκλήσι και είναι  κάτω από την τοποθεσία Σούργια, κοντά στους πρόποδες της Κάπελης (Φολόη).

 

Άλλες εκκλησίες της περιοχής

Ο Άη-Γιώργης, που ανήκει στην ενορία Δούκα και λέγεται για τον περισσότερο ξένο κόσμο Λαλέικος Άη-Γιώργης, βρίσκεται στο δρόμο Μποντίνι-Σταυροδρόμι Τελάλη, στην Ακροκάπελη προς την Τριέσα, αγροτική περιφέρεια Μηλεών. Στο παρελθόν, οι Μηλιές είχαν σε αυτή την εκκλησία, σαν κοινότητα, ενοριακό μέρισμα.

Αξίζει να αναφέρουμε και το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, που ανήκει ενοριακά στην κοινότητα Δούκα και βρίσκεται ακριβώς στην Αύρα, στο σημείο που ήταν τα καντάλια και κουβαλούσαν όλοι οι Μηλιώτες με τα νεροβάρελα και τα ζώα νερό. Το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, σύμφωνα με μαρτυρίες παλαιοτέρων, υπήρχε τα πολύ παλιά χρόνια στη θέση Σινεπρέμπτι περιφέρειας Μηλεών και συγκεκριμένα στο χωράφι του Κώστα Πίππα.


Από τα τοπωνύμια του χωριού μας, αν κανείς τα παρατηρήσει προσε­κτικά, βγάζει αμέσως σημαντικά συμπεράσματα για την ιστορία του τόπου μας. Μέσα απ’ αυτή την ανάλυση βλέπει κανένας όλα τα πράγματα του παρελθόντος, όχι μόνον σε ότι αφορά την ιστορι­κό­τητα του τόπου μας αλλά και ζητήματα παραγωγής και εργασίας, γεωλο­γικά χαρακτηριστικά, αλλά και πολιτισμικά στοι­χεία που πέρα­σαν στις επόμενες γενιές.

Το πιο σημαντικό όμως στοιχείο που μπο­ρούμε να παρατηρήσουμε είναι η ίδια η γλώσσα του τόπου μας που διαμορφώθηκε μέσα από την ιστορία του για να φτάσει σε μας χθό­νια, ως ρίζα και ψυχή μας.

Αυτό που πρώτο παρατηρεί αμέσως κάποιος, είναι ότι δύο βα­σικά πράγματα χαρακτηρίζουν την καταγωγή των τοπωνυμίων του χωριού μας σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό:

1ον. Τοπωνυμία που έχουν γλωσσική καταγωγή την Αρβανίτικη γλώσσα.

2ον. Τοπωνυμία που έχουν καταγωγή ονόματα ή επώνυμα κατοί­κων του γειτονικού χωριού Δούκα, αλλά και Αρβανίτικα ονόματα και επώνυμα. Σίγουρα όμως και πολλά επώνυμα Δουκέϊκα έχουν και αυτά Αρβανίτικη προέλευση.

Βέβαια εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι λίγα τοπωνύμια είναι αμιγώς Ελληνικά ή σύνθετα με Αρβανίτικες λέξεις.

Το γιατί εξελίχθησαν στο χρόνο έτσι τα πράγματα οφείλεται κυ­ρίως σε δύο βασικές ιστορικές παρατηρήσεις.

1ον. Τα τοπωνύμια αυτά δημιουργήθηκαν κυρίως στην περίοδο της κατοχής του τόπου μας από τους Αλβανούς Λαλαίους με κορύ­φωση μετά το 1770, που αυτοί κυριαρχούσαν τότε σχεδόν σε όλη την Η­λεία και ειδικότερα  στην δική μας περιοχή. Πριν το 1770 οι κάτοικοι Έλληνες στην περιοχή μας ήτο ελάχιστοι.

Ενδεικτικά αναφέ­ρω ότι στην απογραφή Grimani της Βενετικής Δημοκρατίας στο έγ­γραφο με κωδικό Β54 και αριθμ. 153, όπως αυτό αναφέρεται στο βιβλίο του Β. Παναγιωτόπουλου (1985, σελ. 271-275), βλέπουμε τα παρακάτω πληθυσμιακά χαρακτηριστικά στην περιο­χή μας: Στου Λάλα λοιπόν δεν καταγράφεται κανένας κάτοικος, στου Δούκα και στο χωριό μας καταγράφονται 3 οικογένειες με 23 κατοίκους, στην Πέρσαινα 3 οικογένειες με 10 κατοίκους, στη Γιάρ­μενα 2 οικογένειες με 12 κατοίκους και μόνον στου Κούμανη έχει 25 οικογένειες και 99 κατοίκους και στην Καλολετζή επίσης 20 οικογένειες και 81 κατοί­κους.

Σύμφωνα μ’ αυτή την απογραφή δεν έχει δίκιο ο Γ. Χρυσανθα­κόπουλος όταν γράφει ότι τα μεγαλύτερα χωριά της Ηλείας κατά την Τουρκοκρατά ήταν και το Δούκα και το Λάλα μεταξύ των άλλων με­γάλων χωριών, αυτό ισχύει μόνο για τον Λάλα και κυρίως μετά βεβαίως το 1770, όπου πράγματι το Λάλα κατοικείται από 800-1000 οικογένειες Αλβανών. Αυτά τα γράφω για να τονίσω ότι είναι φυσιο­λογική η εξέλιξις της ονοματοδοσίας του τόπου μας με αυτά τα γλωσ­σικά χαρακτηριστικά που έφτασε ως εμάς.

Πρέπει εδώ να ση­μειώσουμε ότι πιθανόν στου Λάλα δεν καταγράφηκε κανένας κάτοι­κος το 1700, ενώ στην απογραφή του 1460 είχαν καταγραφεί 19 οι­κογένειες Αλβανών, οφείλεται το πιθανότερο στην μετανά­στευ­σή τους στην Στερεά Ελλάδα μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Βενετούς το 1685-1687.

Στην απογραφή όμως των εκ­κλη­σιών όπως φαίνεται στο αρχείο Grimani για τις ενορίες της επισκοπής Ωλένης βλέπουμε ότι στου Λάλα απογράφεται μια εκκλησία αφιε­ρωμένη στην Παναγία. Στην απογραφή αυτή δεν απο­γράφεται εκ­κλησία στις Μηλιές ή στον Δούκα. Το Λάλα όμως είχε, ήταν ένα χω­ριό σίγουρα μεικτό μέ χριστιανούς και μουσουλμάνους.

Ας δούμε τώρα τα αναλυτικά τοπωνύμια του χωριού μας:

Α. Τοπωνύμια με ονομασία και επώνυμα Δουκαίων

και Αρβανιτών

Δουκαίων: Κανελλή, Γιαννέλη, Βγενίσου, Αυγερινού, Καπογιάν­νη, Φραγκούλη, Κοτζιά, Ζαχαριά, Ζαχαρούς, Ντάνου, Γιωργούση, Παπούλια, Τσουκαλά.

Αρβανιτών: Γκιώνη, Μπέτση, Τότζικα, Πρίφτη, Ντουκάτη, Νάσιου, Ντόρου.

Συνήθως άλλα τοπωνύμια είναι ή με το όνομα μόνο ή σύνθετα με άλλο προσδιορισμό Ελληνικό ή Αρβανίτικο:

Ράχη-Κοτζιά, Λάκα-Πρίφτη, Λάκα-Ντουκάτη, Άρα-Μπέτση, Βρέ­στα-Γκιώνη, κ.λπ. τα οποία θα δούμε αναλυτικότερα παρακάτω. Οι σύνθετες αυτές λέξεις προσδιορίζονται με το πρώτο ή από το δεύτε­ρο συνθετικό ή τη γεωφυσική εικόνα του τόπου ή από τη χρήση του. Έτσι έχουμε πολλά τοπωνύμια με τη λέξη μπροστά που συνήθως προσδιορίζει τη γεωφυσική εικόνα τους, κυρίως με την λέξη Λάκκα και τη λέξη Ράχη:

Ράχη-Κοτζιά: Δουκέϊκο επώνυμο, Ράχη-Γκλιάτη. Αρβανίτικο (Γκλιάτης: Μακρύς).

Ράχη-Στόκου: Αρβανίτικο, Ράχη-Ντίρη, Ράχη με γίδια (dniri: κοπά­δι γίδια).

Λάκκα-Ντουκάκη: (Αρβανίτικο επώνυμο). Λάκα-Παπούλια Δου­κέϊκο επώνυμο.

Λάκκα-Πρίφτη: (Πρίφτης: Παπάς στα Αρβανίτικα).

Λάκκα-Γεωργάκη: Δουκέϊκο επώνυμο.

Λάκκα-Γεωργούση: Δουκέϊκο επώνυμο.

Λάκκα-Θέλα: Βαθειά Λάλκα, (Αρβανίτικο Thell: Βαθειά).

Λάκκα-Βασιλικού: Δουκέϊκο επώνυμο.

Λάκκα-Νάσιου: Αρβανίτικο επώνυμο.

Λάκκα-Τζίβα: Αρβανίτικο.

Λάκκα-Ντρέρη: Αρβανίτικο.

Τοπωνύμια από την χρήση του σημείου

Βρέστα-Γκιώνη: Το αμπέλι του Γκιώνη. (Αρβανίτικο. Vresht: Το αμπέλι).

Βέρι-Γκιώνη: Το χειμαδιό του Γκιώνη. (Αρβανίτικο Verri: Χειμα­διό).

Παληό-Βρέστα (Παληάμπελο).

Άλλα τοπωνύμια και με τα δύο συνθετικά Αρβανίτικα είναι το Βρέστα-μάδι: (Μεγάλο αμπέλι). (Madn: Μεγάλος).

Τοπωνύμια με το πρώτο συνθετικό Άρα

Άλλη μια μεγάλη κατηγορία είναι τα τοπωνύμια με το πρώτο τους συν­θε­τικό τη λέξη «άρα» από το αρβανίτικο «ar»: Το χωράφι.

Άρα-Μπέτση: Το χωράφι του Μπέτση (επώνυμο Αρβανίτικο).

Άρα-Τσουκαλά: Το χωράφι του Τσουκαλά (επώνυμο Δουκέϊκο).

Άρα-Κουμπάτη: Το χωράφι του Κουμπάτη (επώνυμο Δουκέϊκο).

Άρα-Φούσου: Ανοιχτό χωράφι. Fush: Ανοικτό μέρος, κάμπος. (Αρβανίτικο).

Άρα-Μπόσι: Άγονο χωράφι Boshj: Άγονο χωράφι. (Αρβανίτικο).

Άρ-Κέρι (Αργύρη): Ξεροχώραφο Kerr: Ξερός, τόπος γυμνός. (Αρ­βανίτικο).

Τοπωνύμια  με  το  ένα  συνθετικό  τους  το  Αρβανίτικο. Σέσι  (Shesh-ί: ίσιωμα, πλατεία).

Σεσι-μάδι: Μεγάλο ίσιωμα. madn: Μεγάλος (Αρβανίτικο).

Σεσι-γκούστι: Στενό ίσιωμα Gushtj: Στενό (Αρβανίτικο).

Σεσι-Ντουκάτη: Το ίσιωμα του Ντουκάτη. (Αρβανίτικο).

Μια άλλη κατηγορία τοπωνυμίων είναι εκείνα που είναι ελληνι­κές λέξεις με την αρβανίτικη κατάληξη (ζα) όπως και στην Αττική (Βάρκιζα = Μικρή βάρκα), Αμυγδαλέζα Μικρή αμυγδαλιά). Συνήθως η κατάληξη αυτή έχει την έννοια του μικρού, υποκοριστικό.

Δρί-ζα: Τριβόλι (αγκάθι)

Αγγέλη-ζα.

Καλύβι-ζα: Μικρή καλύβα.

Κουβελι-ζα: Μικρή κυψέλη.

Επίσης η λέξη Σπιθάρι-Κοιλότητα

Σύνηθες για πηγές που η συλλογή του νερού γίνεται στάλα-στά­λα στο πυθάρι.

Τέτοιες λέξεις είναι και οι λέξεις που έχουν παραμορφωμένη την λέξη «Σπηλιά».

Σπελαμακρίσι, Σπελαλέκου.

Έχουμε όμως και τοπωνύμια και με το πρώτο συνθετικό Αρβανί­τικο.

Λεμένιζα: Μικρό αλώνι lem/ë: το αλώνι.

Τρισιέρι-ζα.

Γκρόνι-ζες.

Άλλα τοπωνύμια με Αρβανίτικη προέλευση.

Κατουνίστα: Από την Αρβανίτικη λέξη κατούνα που σημαίνει μι­κρά στρατιωτικά φυλάκια σε στρατηγικά περάσματα. Συνήθως ήταν λίγα σπίτια που έμεναν οι φύλακες που προστάτευαν τα συμφέροντα των μεγαλογαιοκτημώνων και μεγαλοκτηνοτρόφων την εποχή της μεγάλης ακμής του Λάλα.

Κατουνοτόπι: Ιδίας εξήγησης.

Γκορίτσα: Αγραπιδιά (grorric: Αγριαχλαδιά).

Γκορτζαγκούκι: Τόπος με αγραπιδιές.

Γκουσέτσι: Μικρός λάκος νερού (gos/ar).

Φούρα: Καμίνι (Furr/e-a: Ο φούρνος, το καμίνι). Στο σημείο αυτό άλλωστε σώζεται ακόμη το ασβεστοκάμινο στη Μποκρίλα.

Γκούρι: Τόπος με πολλύ πέτρα (gur-i:Η πέτρα, το λιθάρι).

Μπα-γκούρι: Το ίδιο.

Σκόζα: Ο γαύρος (Shkoz/e: Ο γαύρος, δέντρο).

Χόνι: Γκρεμός (Hummer: κρημνός, βάραθρο).

Λιούτσα: Λασπότοπος (Luc/ë-α: Η λάσπη).

Ζουρναμπέλι: Αμπέλι σε χαλικότοπο. (Zhuri: χαλικότοπος).

Κερτεσιούμα: Πλαγερός τόπος (Kërthët: πλάγιος, λοξός τόπος).

Λεπούσια: Λαγότοπος (Lepu: λαγός), από Λεπούσχι- το φλισκούνι το μεγάλο(Βοϊδόγλωσσα).

Βορρού: Μνήμα (Vorr-i: Το μνήμα).

Λισιμπούτη: Το δέντρο του Μπούτη (Lis-i: Η βελανιδιά).

Γκουρίλου (gur-i): Η πέτρα, το λιθάρι.

Στάνη-Ντόρου (Στανηδούλα). Η στάνη του Ντόρου. Ο Ντόρος ή­ταν πλούσιος Λαλαίος Αγάς που όπως λέει ο Χρυσανθακόπουλος στην ιστορία του στην σελ. 139 «…επίσης πλουσιωτάτου με πολλά αιγοπρόβατα, την επίβλεψιν των οποίων είχεν ανελάβει ο Τσαπά­ρας».

Λισιμινάνι: Τόπος με βελανιδιές, Ημεράδια.

Φουσκί: Τόπος με κοπριά. Στάνη. (Fushki: Η κοπριά).

Γκρόπα: Κοίλωμα (gropa: κοίλωμα, λακούβα).

Σενεπρέμτι: (Shenjt: Ο Άγιος. Dremt/e: Παρασκευή). Αγία Παρα­σκευή

Προϊμάδι: Μεγάλος ξεροπόταμος.

Ρούσα: rrush-i: Το σταφύλι.

Ρουγκάλια: rrukyllis. Κυλάω, κατρακυλάω.

Μαρτιάκου: Από το mare: Κουμαριά.

Γούβα: guv: κοίλωμα, βαθούλωμα.

Άλλα Αρβανίτικα τοπωνύμια που θέλουν έρευνα είναι:

Λιστεντέμ. (Lis-Βελανιδιά) πρώτο συνεθτικό, ντεμ- η ζημιά στα Αρβανίτικα.

Λιστεψιέ. (Lis-Βελανιδιά) πρώτο συνθετικό.

Φετεπάλι.

Χέρωμα.

Σούρια.

Τρέσα. Από το τράσε που σημαίνει χώμα παχύ.

Γράφα.

Καλιόρι. Κάλη – Άλογο – Καλιόρης: Καβαλάρης (Αρβανίτικο)

Κοριτσά. Μικρός λόφος (Σλάβικα)

Γράνα. Γράνα το μακρύ χαντάκι (Σλάβικά)

ΤΥΠΩΝΥΜΙΑ ΜΕ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ

Πολλά τοπωνύμια βεβαίως του τόπου μας είναι Ελληνικά. Αυτά μπορούμε να τα χωρίσουμε σε ομάδες ανάλογα με το βασικό χαρα­κτηριστικό που τα προσδιορίζει.

Α. ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΜΕ ΟΝΟΜΑΤΑ ΑΓΙΩΝ

Άϊ-Γιώργης, Άϊ-Δημήτρης, Άϊ-Λιάς, Παναγίτσα, Αγία Παρασκευή, Άϊ-Θανάσης.

Β. ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΜΕ ΟΝΟΜΑΤΑ ΔΕΝΤΡΩΝ  Ή ΦΥΤΩΝ

Πουρνάρι, Λουπουνάρα (από το Λούπουνο), Κουμαριά, Μπα­μπα­κιές, Πεύκα, Κοκορίκια, Δέντρο του Ντούμα, του Κανελλή τα δέντρα, Αριές του Μπαντούνα, Σφαλαχτού (τόπος με ασφάλαχτα), Κουτσουνίδα (από το τσουκνίδα).

Γ. ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ

Κονάκια, Παναγιωτόπουλου τ’ Αλώ­νι, του Μποτσολέα τ’ αλώνι κ.λπ., Παράγκες του Ντούμα.

Δ. ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΜΕ ΓΕΩΦΥΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Πηγάδι, Σπηλιά-Ματζώρου, Σπηλιά Διαμαντή, Σκάλα στο Πουρ­νάρι, Σκάλα του Μάστρικου, Σκάλα στην Αύρα, Σπηλίτσες, κ.λπ.

ΑΛΛΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ

Κοιτώνα: Από την αρχαία λέξη κοίτη: Φωλιά ζώου.

Κεραμίδα: Από την κεραμίδα που είχε τοποθετηθεί στην ομώνυ­μη πηγή για την ρήση του νερού.

Ψωριάρα: Από το ξερό τοπίο της, ειδικά τους θερινούς μήνες.

Αύρα: Από τη δροσιά του ποταμού Ενιπέα.

Ρίζα: Τα ριζά του βουνού, οι πρόποδες του βουνού.

Λαδικού: Τόπος που έχει ελιές που βγάζουν λάδι.

Παληοκλήσσι: Παληά Εκκλησία.

Μισοβούνι: Μισό βουνό.