Νίκος Δ. Κοτσιράς

Ο φίλος μου ο Νίκος του Γεωργίκου

Ο Οκτώβρης στη Κάπελη έκοβε βόλτες στη Χύμα με τα χέρια στις τσέπες λες και περίμενε με ανυπομονησία να περάσουν οι μέρες του σε τούτη τη σκοπιά. Μερικές φορές τον έβλεπα και στη Στανιδούλα ν’ αγναντεύει τον κάμπο ίσια πέρα μέχρι του Καλιόρι και την Ψω­ριάρα. Ύστερα έβγαζε ένα τσιγάρο «ΕΘΝΟΣ» σχέτο, το κτύπαγε δυ­νατά πάνω στο πακέτο και το άναβε με το τσακμάκι του φυλάγοντας από τον αέρα με την χούφτα του αριστερού του χεριού τη μικρή φλογίτσα. Αρκετές φορές, λέγανε οι άλλοι, ότι τον είχαν δει ν’ ανάβει το καντήλι στον Άϊ Γιώργη και να πίνει νερό στη στέρνα του. Ο Οκτώ­βριος αξύριστος με το μάτι σκληρό και τα μαλλιά του αχτένιστα. Στις τσέπες του είχε πάντα κρυμμένα αγραπίδια, πού έκλεβε από τη μεγάλη μας αγραπιδιά στου Κουντούρη.

Τα δέντρα στη μέσα Κάπελη, γεμάτα βελάνι, μοιάζανε με μεγάλους αντεστραμμένους πολυελαίους με τα λαμπιόνια τους, κρεμμα­σμένα στο μεγάλο τρούλο του ουρανού. Τα φύλλα τους είχαν αρχί­σει να χρυσώνουνε στο μεγάλο πίνακα του Φθινοπώρου. Σε τούτου το τοπίο τα χαράματα βγαίναμε και εμείς με τα μικρά ή μεγάλα ποί­μνιά μας στο μεγάλο δοξαστικό της φύσης. Τα τσοκάνια, ως κάτοχοι της μεγάλης μουσικής κλίμακας του Σύμπαντος, αφήνανε τις νότες, σαν μικρές ανάσσες, στο πρόσωπό του ορεοπεδίου. Άλλα ποίμνια δεν είχαν καθόλου τσοκάνια ή ήταν βουλωμένα με φτερίνες για τις μικρές κλοπές βοσκής στα «απαγορευμένα» τοπία, δημόσια ή ιδιω­τι­κά.

Εγώ αναθρεμένος σε τούτου το τοπίο αυτόχθονας ως ρίκι και κουμαριά έβγαινα στη μεγάλη αρρένα με το μικρό ποίμνιό μου «α­πολωλός» καί «άσωτος» στα μεγάλη συσίτια της φύσης. Η μεγάλη αφετηρία γινόταν από του Κουντούρη που εκεί γύρω-γύρω «στασία­ζαν» σχεδόν όλα τα ποίμνια και οι ποιμένες στις μεγάλες αναμονές και αναπαύσεις της μάχιμης ημέρας.

Μεγάλοι ποιμένες έκαναν την εμφάνισή τους στο οροπέδιο. Ο Βασίλης ο Πίππας, ορμώμενος από τα κονάκια του στην Τρέσα. Ο Χαρλάμης ο Μαρούντας ανέβαινε από τα κονάκια του στις Κρόνιζες μέσα από του Λάκα-Χαρντάμη. Ο Πάνος ο Μπιλάλης με την μεγάλη έδρα του στου Κουντούρη, στου πεθε­ρού του του Γιώργη του Δημακόπουλου. Ο Πάνος ο Λέντζος του Γιωργάκη ανέβαινε κι αυτός από τα κονάκια του κι αυτός από την Τρέσα. Αλλά και μικρότερα ποίμνια σαν το δικό μου, όπως ο μπάρ­μπα Θανάσης ο Λέντζος (Γκουντέτσης), ο Κώστας ο Μπιλάλης (Γκά­βαλος) και βεβαίως και ο μεγάλος ποιμένας Ανδρέας Κοτσιράς (Κου­τσουμπάς) παρά το μικρό, πολύ μικρό ποίμνιό του έκανε την εμφάνι­σή του στον ορίζοντα, μην έχοντας ποτέ μόνιμον τόπον για την «ανα­κωχήν» που είπαμε πρωτύτερα.

Δίπλα ακριβώς από του Κουντούρη, στο δικό μας, ήταν και η μεγάλη έδρα του Νίκου Κοτσιρά (Γεωργίκου) που είχε μάλιστα και καλύβα με ράπη, όπως και εμείς βεβαίως. Ωραίο ποίμνιο με ωραία πρόβατα, όμορφα, περιποιημένα, με καλοφτιαγμένες κουλούρες και μελωδικά τσοκάνια, κουρεμένα όμορφα και υπάκουα στις εντολές του ποιμένος. Γιατί πρέπει  εδώ να σας θυμήσω, ότι όλα τα πρόβατα δεν ήταν τόσο υπάκουα στις εντολές και μερικά μάλιστα, είτε σε μικρές ομάδες, είτε κατά μόνας, έκαναν αρκετές εφόδους και ζημιές στα «απαγορευμένα» τοπία που λέγαμε. Όχι τίποτ’ άλλο για λίγη «χλωρονομή» σε κάποιο ξερικό αραποσίτι ή λίγη μαλακή κουνού­κλα και αγριάδα στα φραγμένα του Δασαρχείου.

Ανυπάκουα πλάσματα στις ωραίες εκείνες παρανομίες της ανάγ­κης. Εκεί λοιπόν γνώρισα τον Νίκο και γίναμε φίλοι. Ένα λιανός, λι­πόσαρκος, νευρικός γερός άντρας με σκληρά χαρακτηριστικά με­τρίου αναστήματος, με λεπτό μουστάκι, και πάντα περιποιημένη εμ­φάνιση. Φορούσε πουκάμισο μακρύ με σηκωμένα τα μανίκια, παν­τε­λόνι, που στην τσέπη του κρεμότανε η αλυσιδίτσα με τον σουγιά, και αρβύλες από πετσί φτιαγμένες στο υποδηματοποιείο του Μήτσου του Βουτσιώτη.

Στην τσέπη του πουκαμίσου του είχε πάντα το πακέτο με τα τσι­γάρα «ΕΘΝΟΣ» σχέτα, και μου έκανε τόση εντύπωση στην αρχή, γιατί και ο Οκτώβριος καπίνιζε τα ίδια ακριβώς εκείνα τσιγάρα. Το μάλλινο τράστο το κρέμαγε στο μεγάλο δέντρο ή μέσα στο καλύβι του από τη μεσαία φούρκα. Ο Νίκος ξύπναγε πολύ νωρίς και ανέβαι­νε από τους πρώτους στο οροπέδιο με τους τσαλαπετεινούς και τους δρυοκο­λάπτες. Άνοιγε νωρίς τη μεγάλη πόρτα της βοσκής μαζί με τον μπάρμπα Βασίλη τον Πίππα και τον Χαρλάμη τον Μαρούντα. Εμείς αργούσαμε λίγο να βγούμε έξω, από την μεγάλη θαλπωρή του Μορφέως.

Μερικές φορές τα μεσημέρια τον έβλεπα να κάθεται ώρες πάνω από το λευκό κούτσουρο και να πελεκάει με το πευκοσκέρπανο ξύλα από δέντρο (δρυ) ή πουρνάρι και να φτιάχνει ωραίες κουλού­ρες για να κρεμάση τα τσοκάνια στα πρόβατα. Πάντα στο κεφάλι του θυμάμαι φόραγε στρατιωτικό καπέλο εργασίας και πανωφόρι είχε ένα στρατιωτικό αμπέχωνο. Εκεί αρχίσαμε και κάναμε παρέα.

Μου έδινε τσιγάρο, γιατί κάπνιζα από μικρός, γιατί τότες δεν είχαμε ανα­πτυγμένη αντίληψη και ενημέρωση τι είναι καλό ή κακό για την υγεία, αλλά πιο πολύ για την κοινωνία, τον «κόσμο», όπως έλεγαν στο χωριό. Και αυτό, το κάπνισμα, ήταν μια ρωγμή, ένα όχι, στα άλλα «απαγορευμένα» του κόσμου. Και ο Νίκος ήταν με το μέρος της ρωγμής και όχι του τοίχου του κόσμου. Πιάναμε κουβέντα ώρα πολλή για πολλά πράγματα. Έτσι κι αλλιώς όμως το πάθος του, ήταν ο στρατός και πράγματα δικά μας, του χωριού. Για τα πρόβατα, για τ’ αμπέλια, τα κεντρώματα και τόσα άλλα.

Μοναχικός άνθρωπος, αιρετικός και αυστηρός στα πιστεύω του. Σκληρός σαν πέτρα σε ζητήματα ηθικής και πατρίδας. Δεν ήξερε πολλά γράμματα, αλλά ήταν έξυπνος και είχε ένα μεγάλο προτέρη­μα, που εγώ δεν είχα, άκουγε. Μου μίλαγε με τα καλύτερα λόγια για τον παππούλη μου τον Πάκη, τη γιαγιά μου και τον πατέρα μου. Ό­μως είχε ιδιαίτερη αδυναμία και σχέση και ήταν και «κολέγηδες» με τον θείο μου τον Αντώνη. Μ’ έμαθε πολλά πράγματα ο Νίκος και όταν έρχονταν το μεσημέρι τρώγαμε μαζί. Εγώ δεν είχα, γιατί δεν είχαμε. Λίγα πράγματα είχα μαζί μου. Λίγο ψωμί, λίγο τυρί, άντε και κανένα αυγό καμμιά φορά ή καμμιά ντομάτα. Ο Νίκος είχε τα πάντα.

Απλώναμε «πετσέτα» και βγάζαμε τα πράγματά μας. Θυμάμαι ότι είχε πάντα μαζί του κρεμμύδι το οποίο το έκοβε όμορφα με το σου­γιά του και πάντα άρχιζε να τρώει απ’ αυτό. Μαζί του είχε πάντα μια μισοκαδιάρα κόκκινο καλό κρασί και μου έδινε και έπινα κι εγώ από την ίδια μποτίλια. Από τη γιαγιά μου και το Νίκο απέκτησα αυτή την ευλογία, να πίνω δηλαδή πάντα στο φαγητό μου κρασί. Μου είχε κάνει εντύπωση ότι με άφηνε σχεδόν να τρώγω όλο το κρέας αν έβλεπε ότι εγώ πεινούσα. Ο Νίκος ήταν ολιγαρκής. Του έφτανε λίγο ψωμί και λίγο τυρί με κρεμμύδι.

Ύστερα καπινολογάγαμε ώρα πολλή περπατώντας βαθειά στην Καπέλη, βγάζοντας τ’ απόγευμα πάλι τα ποίμνιά μας για βοσκή. Το βράδυ εγώ θα πήγαινα στην Κουμουριά, στα κονάκια μας, ακριβώς κάτω από τα Κουντούρια και θα στάνιζα το ποίμνιό μου για τη νύχτα καί τρέχοντας θα πήγαινα στο χωριό να βρω τους άλλους συνομιλή­κους φίλους μου.

Ο Νίκος τα στάνιζε στου Κουντούρη και ξεκίναε έτσι αυτή η ιστορία μέχρι το τέλος του Νοεμβρίου γιατί ο κάμπος δεν μπορούσε να θρέψει τόσα ζωντανά τους δύσκολους αυτούς μήνες του Φθινο­πώρου. Μετά θα μεγάλωναν τα γρασίδια, θ’ άρχιζαν να γενούν και τα πρόβατα και θα ξεχειμωνιάζανε στα κάτω κονάκια κοντά στο χω­ριό. Η Καπέλη φυλοβόλα και γυμνή σαν γυναίκα με δεμένο το μαντήλι πίσω στό σβέρκο της θα μάζευε τα δικά της παιδιά γύρω της να βγάλει και τούτο τον χειμώνα.

Με τον Νίκο ξανακάναμε παρέα όταν τελείωσα το Λύκειο και έμεινα για λίγο χρονικό διάστημα στο χωριό. Πιο ώριμος πια κατάλα­βα τα ακριβά στοιχεία του χαρακτήρα του. Εγώ τότε με «θερμό» το αίμα της εφηβείας και της «άρνησης» στις φλέβες μου, ασπάστηκα τις ιδέες του μεγάλου «αντί», σίγουρος πάντα ότι ο κόσμος πρέπει να αλλάξει, με ότι σήμαινε αυτό. Ο Νίκος ήταν απέναντι σ’ αυτά. Σκλη­ρός κι αυτός στην παλαίστρα του. Ποτέ όμως αυτό δεν μπήκε σαν στοιχείου διάλυση της φιλίας μας, με δεχόταν έτσι. Χρόνια δεν μπο­ρούσα να εξηγήσω πως τις περισσότερες φορές συμφωνούσε με μένα. Πάντως έτσι συνεχίσαμε στις ατέλειωτες ύστερα κουβέντες μας στο περίπτερο της θειάς Λαμπίας στο χωριό.

Εκεί πίναμε κονιάκ και καπινίζαμε αρκετή ώρα και λέγαμε κι άλ­λες ιστορίες γι’ άλλα πραγάτμα.

Τα χρόνια εκείνα του «Οκτωβρίου» είχε πάρει και το πρώτου του τρακτέρ το FERGUSON και ο Οκτώβριος πια είχε φύγει απ’ την Καπέλη κι ακολουθούσε το φρέσκο οργωμένο χώμα πίσω από το τρακτέρι να βρουν μαζί με τα κοράκια και τους σπουργίτες που έψαχναν κανένα σπυρί σιταριού ή βρώμης.

Όργωνε πια το μισό χωριό ο Νίκος, το άλλο μισό ο Αργύρης ο Λέντζος. Το χωριό μας πρώτη φορά είχε δύο τρακτέρια για να εξυ­πηρετηθεί, παλαιότερα αυτό γινόταν μόνο με τρακτέρ από τα άλλα χωριά, όπως του Γιαννακάρα από του Λάλα, του Μπακατσέλου από τη Νεμούτα και του Λόκη του Δημητρόπουλου από τη Ντάρτιζα.

Μου έλεγε ο Νίκος αργότερα ότι αν είχε πάρει στη σειρά μια αυλακιά, με τα στρέμματα που έχει οργώσει, θα είχε φτάσει έως την Αμερική. Χρόνια όργωνε και τα δικά μας χωράφια και θυμάμαι ότι τον εξοφλούσαμε αργά την άνοιξη χωρίς να μας κάνει ποτέ κουβέντα για το χρέος αυτό. Και τις άλλες αναγκαίες μεταφορές για το σπίτι μας, ή ξύλα ήταν αυτά, ή σανός, ή ότι άλλο, με το Νίκο τις κάναμε.

Ήταν εγρατικός και τίμιος στην εργασία του ο Νίκος. Θυμάμαι δούλευε χρόνια στο λιοτριβείο του χωριού, του Χρήστου του Καρα­γιάννη και του Πάνου του Γεωργάκη στην Κάτω Ρούγα. Ήταν η ψυχή του εργαστασίου και συντόνιζε μαζί με το Χρήστο τον Καραγιάννη όλες τις δύσκολες εκείνες εργασίες της αλυσίδας της παραγωγής του ελαιολάδου, από την παραλαβή δηλαδή του καρπού, που με μεγά­λο κόπο συνέλεγαν οι συγχωριανοί μας, από τα λιγοστά τους δέν­τρα, μέχρι να βγει απ’ το διυλιστήριο το «άγιο» υγρό με τα χρυσο­πράσινα μάτια, σαν μικρό νεογέννητο παιδί.

Το τζάκι έκαιγε συνέχεια θερμαίνοντας τα νερά του εργοστασίου, δίνοντας απλόχερα και την πύρρα του για το βράσιμο της φασολάδας, που μαγείρευαν οι εργα­ζόμενοι, στις μικρές εκείνες ανάπαυλες της επώδυνης ημέρας.

Εκεί δούλεψα κι εγώ ένα διάστημα και τα ξέρω τούτα καλά τα πράγματα. Μου άρεσε εκείνη η εργασία και πιο πολύ η μυρωδιά του λιωμένου καρπού, κάτω από τις γέρικες μηλόπετρες, που ιδρωμένες χόρευαν αυτό το τραγούδι, με βήματα πάντα μπροστά, χωρίς καμμία ανάσσα, στα πανηγύρια των φτωχών αρτημάτων.

Λένε πως ακόμη τώρα ο Οκτώβριος βγαίνει στην Καπέλη εκεί στη Χύμα και κάνει βόλτες στη δημοσιά με τα χέρια στις τσέπες, με σα­λιωμένο στα χείλη του το σχέτο του τσιγάρο. Δεν τον βλέπουν λέει όλοι, εξόν, από τους ποιμένες που ακόμη επιμένουν στην παραβίαση των κανόνων καί στην κατάργηση των περιφράξεων στα «απαγο­ρευ­μένα» τοπία. Και τους ποιμένες αυτούς τους λένε αλαφροΐσκιωτους κι αλλοπαρμένους από την μεγάλη μοναξιά αυτής της διαδρομής. Σε απόδειξη των λεγομένων τους, αναφέρουν ότι είναι αδύνατον να κα­πινίζει ο Οκτώβριος και να συμπεριφέρεται εν δυνάμει ως αλήτης στις δημοσιές και τις δενδροσκιές της Κάπελης.

Δεν ξέρουν βέβαια, οι αφελείς της μεγάλης πραγματικότητος, ότι ο Οκτώβριος εξ αρχής ήτο και αυτός ποιμένας των ωραίων αισθημάτων και της υγρασίας τους, και πως καιρό τώρα έχει κάμει τις επιλογές στις παρέες του και κανείς δεν μπόρεσε να γίνει ακριβότερός του φίλος εξόν από τον Ανδρέα τον Κοτσιρά (Κουτσουμπά) που μοιραζόντουσαν το τσιγάρο και την τελευταία γουλιά από το κρασί του Φόλου στις μικρές εκείνες μποτίλιες με το κότσαλο τ’ αραποσίου, πότε κόκκινου και πότε άσπρου, στις μεγάλες απολήξεις των στομίων. Δεν ήξεραν γιατί ποτέ δεν αφουγκράστηκαν στους ψηλούς κορμούς των δέντρων τη μεγά­λη βουή από τον ερχομό του θείου και από τους τελευταίους εκεί­νους λιθοβολισμούς του Χειμώνος, στα ψηλά δέντρα με το βελάνι και τον αξό με τα μικρά πιπερίτια στους υγρούς ίσκιους τους.

Ύστερα εγώ εκεί στα είκοσι έφυγα από το χωριό. Με το Νίκο συ­ναντιόμαστε πια στις επισκέψεις μου στο χωριό και πάντα στο περί­πτερο της θειάς-Λαμπίας. Είχε κάνει πια μεγάλη οικογένεια, μεγάλο ποίμνιο, είχε αγοράσει μεγάλο τρακτέρ, πάλι FERGUSON, και έβγαινε όλο και λιγώτερο στην «αγορά» από τη μεγάλη κούραση της ημέ­ρας. Τα τσιγάρα που καπίνιζε ήταν πάντα τα ίδια, «ΕΘΝΟΣ» σχέτα. Εγώ είχα κόψει πια το τσιγάρο «υπάκουος» στις μεγάλες συστάσεις των ειδικών και της αυταπάτης για μια καλύτερη ζωή. Εγώ ο κουτός. Τον έβλεπα πια αραιά, συνήθως στον δρόμο με το τρακτέρ και χαιρε­τιόμαστε βιαστικά. Τελευταία φορά τον είδα στο Νοσοκομείο Σωτη­ρία λίγες ημέρες πριν πεθάνει. Ήταν βαριά άρρωστος εκεί. Με είχε ζητήσει ή μάλλον ήταν σίγουρος ότι θα πάω να τον δώ. Κι εγώ πήγα έτσι, απ’ αυτή την ίδια ανάγκη, γιατί συνήθως δεν πάω στα νοσοκο­μεία.

Εάν επιτρέπεται το μικρό εμπόριο στον Κάτω Κόσμο, θα το έχει στήσει το μαγαζάκι η θεια Λαμπία με τα δυο τσίγκινα στρογγυλά τρα­πεζάκια, τον μικρό ξύλινο καναπέ γιαλισμένο από τα λερά ντρίλινα παντελόνια των θαμώνων.

Στη μέση το μαγκάλι με τ’ αναμμένα κάρβουνα σαν μια χούφτα κλαμένα μάτια να πυρώνουνε τα κρύα χέρια των ανθρώπων: Του μπάρμπα Κανέλλου, του θείου μου του Αντώνη, του Κουτσογιώργη, του Μπουρδογιώργη, του Γιώργη του Κορδελά και του Νίκου του Γεωργίκου προσπαθώντας ν’ ανάψουν το τσιγάρο τους με το μικρό καρβουνάκι που κολάει στο τσιγάρο σαν τσιμπούρι. «Έθνος», Κερά­νης, σχέτα. Και πάντα στο κάτω χείλος να κολάει το χαρτί σαν τατού.

Αν επιτρέπεται το μικρό εμπόριο στον άλλο κόσμο η θεία Λαμπία θα έχει ανοίξει μαγαζί. Κι ας λένε ότι περνάει μεγάλη κρίση ο κόσμος κάτου. Τους αρκεί ένα κονιάκ κι ένα τσιγάρο για να λένε τις ιστορίες τους από τον πάνω κόσμο. Μόνο που δεν θυμούνται τα ονόματα και τις φυσιογνωμίες από τους απάνω γιατί λένε έχουνε δικά τους, άλλα δεδομένα εκεί κάτου. Α! και ένα άλλο πρόβλημα. Δεν έχει εκεί βε­ρε­σέ λένε και απαγορεύεται και η δηλωτή. Βάλε άλλη μια θεία-Λαμπία κι άνοιξε λίγο την πόρτα, μη κάνει λάθος καμμιά ψυχή και δεν μας βρει εδώ, γιατί κι εμείς θολώσαμε με τόσο πιοτό κι είναι κι η ζέστη απ’ το μαγκάλι.

Ωραία εικονίσματα της ώχρας και της πορφύρας. Ωραία εικονί­σματα των δικών μας αγίων: Κανέλλου, Αντωνίου, Γεωργίου, Γεωρ­γίου και Γεωργίου, Χαραλαμπίας και Νικολάου του Γεωργίκου, του φίλου μου.

Χαίρετε οι ευλαβείς κι οι βλάστημοι.

Χαίρετε οι παροικούντες στην Ιερουσαλήμ και στην Καπέλη.

Χαίρετε. Οι ποιμένες του μεγάλου Ορεοπεδίου με τις λούμπες γεμάτες κόκκινο θόλο νερό από το μπουχό και τη μεγάλη καρτερία.

Χαίρε Οκτώβριε με τα μακριά αχτένιστα μαλλιά και το τσιγάρο στο στόμα, και τα αγραπίδια ακόμη στις τσέπες σου.

Χαίρε. Η μνήμη η χέουσα στον Άϊ Γιώργη και στη Στανδούλα.

Χαίρετε.

Δ. Κ. ΛΕΝΤΖΟΣ

ΑΘΗΝΑ 2013