Ο κ. Ανδρέας, ως ψάλτης, είναι ένας άνθρωπος διαθέτει πίστη στους ανθρώπους.  Μέσα από αυτή την ενασχόληση, μπορεί και έχει έναν διαφορετικό τρόπο έκφρασης, πιο σπάνιο, πιο ιδιαίτερο. Ωστόσο, η επαγγελματική του πορεία στο εμπόριο, τον έχει βοηθήσει να είναι πάντα μέσα στα πράγματα.

Θα ήθελα να μου πείτε λίγα λόγια για εσάς; Πώς/που μεγαλώσατε; Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;

Όταν καλείσαι να πεις δύο λόγια για τον εαυτό σου, αναπόφευκτα θα ξεκινήσεις αναφερόμενος στον τόπο πού γεννήθηκες. Στο χωριό σου. Το δικό μου λοιπόν χωριό, ο τόπος που γεννήθηκα και μεγάλωσα είναι οι Μηλιές. Μια ασήμαντη κουκίδα στον χάρτη, όμως η καρδιά και η ψυχή η δική μου, η δική μας, όλων όσων είχαμε την τύχη να γεννηθούμε εκεί.  Εγώ βέβαια είχα την τύχη να γεννηθώ σε μια εποχή (1960), που ήταν και καλή και κακή.  Καλή γιατί στο τσάκ δεν πρόλαβα κατοχή ,πείνα κ.λπ. Κακή γιατί υπήρχε φτώχεια και η ζωή δεν είχε τις μετέπειτα ανέσεις, με αποτέλεσμα οι γονείς μας να τραβήξουν μεγάλη ταλαιπωρία για τα προς το ζην. Θυμάμαι τον πατέρα μου να ασχολείται με πάρα πολλά επαγγέλματα. Γεωργία, κτηνοτροφία, με ότι αυτά συνεπάγονται, μάζεμα ρετσινιού (ρητίνη), καμίνια για παραγωγή ξυλοκάρβουνου, μάλιστα μια εποχή κατασκεύαζε μέχρι και πίπες καπνίσματος από ξύλο κ.λπ. Πολλές από αυτές τις δουλειές τις έκαναν όλοι στο χωριό κι όχι μόνο ο πατέρας μου. Το επάγγελμα όμως που τον κέρδισε και πού ασχολείται από τότε μέχρι και σήμερα, είναι η κατασκευή βαρελιών. Σιγά σιγά αυτή η δουλειά αναπτύχθηκε σε μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση που υπάρχει μέχρι και σήμερα και ασχολούμαστε όλοι. Κυρίως ο πατέρας μου με τον αδελφό μου πού μένουν στο χωριό αλλά κι εγώ, τις μέρες που βρίσκομαι εκεί, δεν χάνω την ευκαιρία να ασχοληθώ, και να βοηθήσω. Εδώ κι αν έχω βιώματα κι αναμνήσεις. Τη μυρωδιά του ξύλου και τις εικόνες αυτής της δουλειάς, τα κουβαλάω πάντα μέσα μου. Νομίζω πως αν ποτέ τα χάσω θα σταματήσω να ζω. Για να επανέλθω λοιπόν, πάρα τις όποιες δυσκολίες της εποχής, επιβιώσαμε. Ζήσαμε τις πραγματικά ανέμελες στιγμές που πρέπει να ζει κάθε παιδί. Με την απλότητα μας, με τα παιχνίδια στις αυλές στα χωράφια στους δρόμους στις αλάνες, πού δεν υπάρχουν τώρα…  Πλάκα πλάκα τώρα πού τα σκέφτομαι, πόσο τυχεροί είμαστε…

Στο δημοτικό πρόλαβα κάπου 70 παιδιά διαφόρων ηλικιών και πριν από μένα, πιο παλιά, ίσως ήταν και τα διπλάσια. Όμως τελειώνοντας το δημοτικό…  αρχίζει δειλά δειλά να κάνει την εμφάνισή του το τέλος της παιδικής αθωότητας και το ξεκίνημα μιας άτυπης πορείας προς την ενηλικίωση. Έφυγα απ’ το χωριό λοιπόν, και πήγα γυμνάσιο στον Πύργο. Έξι χρόνια, όχι καλά. Τι κι αν γύριζα στον τόπο μου μια φορά το μήνα ή μια φορά στις δεκαπέντε. Το κενό ήταν μεγάλο. Το χωριό μού έλειπε πάρα πολύ. Τόσο ,που θυμάμαι πώς κάθε φορά που έφευγα έστω και αν δεν πήγαινα μακριά, έστω και αν μετά από λίγες μέρες θα ξαναγυρνούσα, έπαιρνα μαζί μου και κάτι. Ένα ξύλο, μια πέτρα ένα αντικείμενο οτιδήποτε τέλος πάντων, πού το είχα πάντα μαζί μου, κοιμόμουν μ αυτό και έτσι ένιωθα πώς είμαι εκεί. Στο χωριό μου. Όμως το τραύμα δεν επουλώθηκε ποτέ. Το κενό δεν γέμισε ποτέ, και τελειώνοντας από κει, ακολούθησα την πεπατημένη, το δρόμο πού χάραξαν άλλα παιδιά πριν από μένα.

Ποια ήταν η επαγγελματική σας σταδιοδρομία; Σήμερα έχετε πετύχει αυτό που θέλατε;

Έφυγα για την Αθήνα, όπου με περίμενε ήδη μια δουλειά. Χωρίς καν να το καταλάβω, είχα ήδη μπλέξει με τον χώρο του εμπορίου. Δεν ήταν όνειρό μου, όχι. Ονειρευόμουν να κάνω άλλα πράγματα, με τον καιρό συνήθισα όμως. Αγάπησα την δουλειά μου και αισίως κάνω αυτό το επάγγελμα σαράντα χρόνια τώρα. Έχει την γοητεία του το να πουλάς. Να έρχεσαι σε επαφή με κόσμο, να τον βοηθάς, να τον πείθεις. Δεν έχω παράπονο. Μέσα απ’ αυτή τη δουλειά, ωρίμασα, μεγάλωσα, παντρεύτηκα, και είχα την ευκαιρία να δημιουργήσω μια υπέροχη οικογένεια.

Είστε ψάλτης, σωστά; Τι σημαίνει για εσάς αυτός ο τρόπος έκφρασης;

Δεν αναφέρθηκα ακόμη στην αγαπημένη μου ενασχόληση. Την ψαλτική. Από μικρό παιδί μεγάλωσα μέσα στην εκκλησία και τη μουσική της. Η αλήθεια είναι πώς από κει αποκόμισα αξίες και ιδανικά. Όπως κι απ’ την οικογένειά μου. Θεωρώ πώς μεγάλωσα μέσα σε μια οικογένεια ιδανική κι από γονείς πρότυπα. Ο πατέρας μου, Ανάστος είναι ένας άνθρωπος πού εκτός του ότι είναι ψάλτης στην εκκλησία του χωριού 60 και πλέον χρόνια μέχρι σήμερα, κατά γενική ομολογία απολαμβάνει τον σεβασμό και την υπόληψη όλου του κόσμου. Μεγαλώνοντας λοιπόν σε ένα τέτοιο περιβάλλον ήταν αναπόφευκτο να κολλήσω το μικρόβιο της ψαλτικής, καθώς είχα και τα πρώτα ακούσματα. Στην Αθήνα λοιπόν και θέλοντας να μην χαλάσω το χατίρι και στον πατέρα μου αλλά και στον αείμνηστο και για πολλά χρόνια παπά του χωριού μας , τον Παπαχρήστο, πού επίμονα μού το ζητούσαν, ξεκίνησα να σπουδάζω βυζαντινή μουσική. Δεν τελείωσα τις σπουδές μου λόγω ενός δυσάρεστου γεγονότος. Αναγκάστηκα να τις διακόψω. Όταν αποφάσισα να συνεχίσω, επαγγελματικές υποχρεώσεις δεν μου το επέτρεψαν , με αποτέλεσμα, οι σπουδές μου να παραμείνουν ημιτελείς. Έμαθα όμως πολλά πράγματα και με την βοήθεια του Θεού υπηρετώ την ψαλτική σε ενοριακό ναό εδώ στην Αθήνα, στη θέση του δεξιού αναλογίου, από το 1992 μέχρι και σήμερα. Αν με ρωτήσετε τι νιώθω, τι είναι για μένα το <<ψάλλειν>> , θα σας έλεγα ότι είναι τρόπος έκφρασης. Είναι τροφή για το νου και την ψυχή.

Θεωρείτε ότι ο νέος κόσμος απομακρύνεται από την εκκλησία; Κ γιατί;

Βέβαια στις μέρες μας ο κόσμος έχει απομακρυνθεί από την εκκλησία. Ειδικά οι νέοι. Ευχή μου είναι να επανέλθουν στην αγκαλιά της εκκλησίας συνειδητά. Μακάρι να σηκώσουν λίγο τα μάτια απ’ τούς υπολογιστές και τα κινητά, να αναπροσδιορίσουν  τη σχέση τους με το Θεό, να ψαχτούν μέσα τους και ίσως ανακαλύψουν μέσα από αυτό το νόημα της ζωής τους. Και αυτό να το κάνουν οικειοθελώς, συνειδητά όπως είπα. Γιατί ίσως έρθει κάποια στιγμή που η ζωή να τους υποχρεώσει να το κάνουν με έναν πιο βίαιο τρόπο. Όχι βέβαια πώς θα τους υποχρεώσει κάποιος, αλλοίμονο. Οι τρέχουσες καταστάσεις όμως,  κανείς δεν ξέρει πού θα οδηγήσουν. Ίσως λοιπόν οδηγηθούν από μόνοι τους, αναζητώντας κάτι άλλο. Κάτι ανώτερο, μη έχοντας άλλη διέξοδο.

Ποια η σχέση σας με το χωριό σήμερα; Υπάρχει νοσταλγίας επιστροφής στο χωριό; Ή αν έχετε επιστρέψει πως είναι η ζωή εκεί;

Επανέρχομαι λοιπόν  στο θέμα του χωριού. Και ξέρετε γιατί ? Γιατί πλησιάζω στην ηλικία του παροπλισμού. Στην ηλικία της σύνταξης. Όνειρό μου είναι να ξαναγυρίσω. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να μείνω μόνιμα. Μακάρι οι συνθήκες να μου το επιτρέψουν. Τουλάχιστον να μπορώ να πηγαίνω πιο συχνά και να μένω περισσότερο.

Πως αξιολογείτε την κατάσταση στο χωριό σήμερα;

Οι συνθήκες τώρα στο χωριό δεν είναι καλές. Και φυσικά δεν αναφέρομαι ούτε στις οικονομικές ούτε στις κλιματικές. Κακά τα ψέματα. Τη ζωή, την κάνουν οι άνθρωποι. Και στο χωριό μας έμειναν λίγοι. Απελπιστικά λίγοι. Αν δεν υπάρχουν άνθρωποι δεν υπάρχουν δραστηριότητες, δεν υπάρχει ζωή.

Πιστεύετε ότι μπορούν να βελτιωθούν τα πράγματα; Τι θα θέλατε να δείτε να συμβαίνει στο χωριό και στην ευρύτερη περιοχή;

Όμως, μέσα στην μαυρίλα και την απαισιοδοξία πού μας περιβάλει, υπάρχει κάτι πού ίσως να φέρει το φως. Να φέρει την ελπίδα. Να φέρει την αισιοδοξία. Αυτό θέλουμε όλοι. Έχουμε την τύχη και το πλεονέκτημα (εγώ θα το έλεγα ευλογία), έναντι άλλων χωριών, να κατάγεται απ’ το χωριό μας ένας άνθρωπος, που και στο παρελθόν έδειξε έμπρακτα την αγάπη του για το χωριό μας. Άκουσα λοιπόν, τελευταία ότι εξέφρασε την πρόθεση και την επιθυμία του, να κάνει ό,τι χρειάζεται, ώστε να ξαναφέρει τη ζωή στο χωριό μας, και προς αυτή την κατεύθυνση έχει κάνει και κάποιες πρώτες διερευνητικές κινήσεις. Τα αποτελέσματα απ’ ότι έμαθα είναι θετικά και άκρως ενθαρρυντικά. Δεν ξέρω πώς να το χαρακτηρίσω όλο αυτό. Δώρο Θεού?  Ευλογία ?  Όπως και να είναι, ευχή, δική μου και όλων μας φαντάζομαι , είναι το αυτονόητο. Να γίνει κάτι.

Τι θα συμβουλεύατε την νέα γενιά;

Στην ερώτησή σας λοιπόν, τι θα συμβούλευα τους νέους, θα σας έλεγα πώς ,αν δεν υφίστατο όλο αυτό , δεν θα υπήρχε και συμβουλή. Ουσιαστική τουλάχιστον. Γιατί , τι να πεις σε έναν νέο πού αυτή τη στιγμή εργάζεται στην Αθήνα ή αλλού και παίρνει 500 ευρώ το μήνα?  Παράτα τα και πήγαινε στο χωριό να γίνεις αγρότης , κτηνοτρόφος ή οτιδήποτε άλλο, χωρίς να υπάρχει υποδομή? Δεν γίνεται. Αν όμως γίνει κάτι, δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για κάτι καλό, τότε η συμβουλή μου και μένα και όλων των μεγαλύτερων προς τους πιο νέους θα ήταν διαφορετική. Αρπάξτε την ευκαιρία. Οι συνθήκες ζωής στα αστικά κέντρα δυσκολεύουν όλο και περισσότερο. Δεν υπάρχει περίπτωση να ξαναζήσουμε όπως ζούσαμε το ’70, το ’80, το ’90, άντε και μέχρι το 2000. Το μέλλον διαγράφεται πολύ πιο ευοίωνο στο χωριό. Και όσο για τις προϋποθέσεις, με την κατάλληλη βοήθεια… θα τις δημιουργήσουμε. Το χωριό έχει μια μεγάλη ευκαιρία να ξαναγίνει όπως ήταν και καλύτερο. Όλοι μπορούμε να βοηθήσουμε προς αυτή την κατεύθυνση.