Οι Μπαρμπούτες

Το Τριώδιο άνοιξε. Οι υποσχέσεις της αφίξεως της Άνοιξης ελοχεύουν στα μικρά χαμόγελα του Φεβρουαρίου. Απόκριες! Οι πανάρχαιες τελετές στην Άνοιξη, στη ζωή, στη γονιμότητα, στη Γη, στις αισθήσεις. Ρόλος αρχαίος ως ευχαριστία στη φύση και στους Θεούς της μεγάλης αυτής δωρεάς και άλλες φορές σε ακραίες ακόμη εκφάνσεις αυτής της θείας διαδικασίας οι άνθρωποι πλησιάζουν το θείο και την αιωνιότητα. Έτσι, αυτές οι τελετές πέρασαν ως ακριβή συνέχεια με την υγρή σκυτάλη της παράδοσης.

Πώς θα γινόταν αλλιώς, που στον δικό μας τόπο η Άνοιξη έρχεται ως κυρίαρχη των πάντων! Και σε τούτο τον τόπο, τον σκληρό και άγονο, πρέπει να δοξαστεί η γονιμότητα, ο έρωτας, η ζωή. Σ’ αυτές τις λίγες ημέρες πρέπει να δοξαστούν τα ένστικτα και τα πάθη του ανθρώπου. Αυτές τις λίγες ημέρες οι άνθρωποι γίνονται ελεύθεροι. Αποφυλακίζονται από τα μη και τα πρέπει όλων αυτών των εντολέων που του στερούν τη χαρά της ζωής.

Την τελευταία Κυριακή των Απόκρεων  στο σούρουπο μαζί με τις νυχτερίδες άρχισαν να βγαίνουν από τις ρούγες και σκοτεινές αυλές. Οι «μπαρμπούτες», οι «μπούλες» σαν κινούμενα σκιάχτρα φοβίζοντας τον χειμώνα. Φοβίζοντας το κακό, την ξηρασία, την κακή χρονιά, τον θάνατο.

Γυναίκες, άνδρες σε άλλους ρόλους με τα λιγοστά σκουτιά τους με μουτζούρες και στάχτες, τσοκάνια. Κρεμασμένα στο λαιμό τους, τομάρια από γίδες και γουρουνοτόμαρα φορεμένα ως λεοντές και περικεφαλαίες. Περνούσαν με θόρυβο στις γειτονιές κτυπώντας τις θύρες στα σπίτια, πειράζοντας τους γέρους με λόγια απαγορευμένα τις κανονικές ημέρες. Με χειρονομίες πονηρές και «προσευχές», αγιασμένες όμως την ημέρα τούτη.

Το μεγάλο ραβδί ως φαλλικό σύμβολο να ορίζει το θαύμα του έρωτα και τις γονιμότητας. Τα παιδιά να τρέχουμε πίσω περιγελώντας από άγνοια και φόβο τις «μπαρμπούτες». Και τα σπίτια ανοίγουν για να πάρουν και την ευλογία, αλλά ήταν ύβρις και βλασφημία κάποιος να αποκαλυφθεί από βία ή από δική του θέληση. Οι «μπούλες» με αυτό το ωραίο αναρχικό και ελεύθερο τρόπο επικοινωνούσαν τη μεγάλη κυριαρχία των ενστίκτων.

Και ο φόβος της μάσκας και ο φόβος του αλλότριου προσώπου συνυπήρχε στα ορθάνοιχτα μάτια των παιδιών και των ζώων που ακολουθούσαν την πομπή, ως περιφορά του ερωτικού ξοάνου και πολιούχου αγίου των ημερών αυτών με τις σπονδές της φύσης.

Αργότερα θα έφθανε στην πλατεία ο βασιληάς Καρνάβαλος με την μεγάλη νεκροκεφαλή («κοκάλα») του αλόγου. Με το μηχανισμό να ανοιγοκλείνει τα μεγάλα σαγόνια της ορίζοντας το ποιος κάνει κουμάντο εδώ, τούτο το βράδυ. Το ίδιο ως χάρος, ως θεός άλλος που το όνομά του δοξάζεται στις εσχατιές της απελευθερούσης από τη φθορά του σώματος. Τώρα πίσω από το βασιληά δεν ακολουθούσε κανένας, κανένας δεν έπαιρνε το ρίσκο εκείνο της πιθανής αποκαλύψεώς του, διότι εφοβείτο την «μάσκα» αυτή την τρομακτική της νεκροκεφαλής του αλόγου.

Σε λίγο θα ήτανε και στο χορό η «αρκούδα» που είχε ενδυθεί με το μαύρο γουρουνοτόμαρο ο μέγας διασκεδαστής Ανδρέας Κοτσιράς (Κουτσουμπάς). Την αλογίσια νεκροκεφαλή φορούσαν τα αδέλφια Ηλίας και Φώτης Αργ. Λέντζος. Ωραία ήτο και η αποκριάτικη παράστασις του γιατρού που «έπαιζε» ο Θοδωρής Γεωργόπουλος (Ντουβέλας). Σε σπουδαίους ρόλους ενθυμούμαι και τις γυναίκες του χωριού μας Χρυσάνθη Α.Κάντζου, της Μαρία Μαρκοπούλου κλπ.

Μετά από χρόνια βρέθηκα και πάλι στο χωριό απόκριες, τίποτα δεν ακούγονταν στις γειτονιές, ούτε τσοκάνια, ούτε φωνές, ούτε σκυλιά να γαυγίζουν, ούτε σκιές να μπαίνουν στις αυλές ως σκιάχτρα αεικίνητα. Μόνο στο μελαγχολικό καφενείο μπήκαν δύο μικρά παιδιά, ντυμένα «μπούλες» κάποιος «μεγάλος» τους τράβηξε την πλαστική τους μάσκα και αποκαλύφθηκε το πρόσωπό τους, αυτά βάλανε τα κλάματα κι έφυγαν πετώντας τις μάσκες τους κάτω, μην αντέχοντας αυτήν την αποκάλυψη.

Τώρα τις απόκριες το σούρουπο την τελευταία Κυριακή, βγαίνουν μόνο οι νυχτερίδες στις σκοτεινές γειτονιές με τις σκιές εκείνες ακόμη αποτυπωμένες στον δρόμο. Και βαθειά στη λάκα στο σχολείο, ακούγονται τσοκάνια, φωνές και τραγούδια μέχρι την πλατεία με τα κλειστά σπίτια.